Τι σημαίνει το plural στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης plural στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plural στο Αγγλικά.

Η λέξη plural στο Αγγλικά σημαίνει πληθυντικός, πολλαπλός, πληθυντικός, τετμημένη, κοτύλη, προσάρτημα, προσθήκη, αδένωμα, αδένωμα, ενήλικο παιδί, αγώνας, φύκι, αλκοολικός, απόφοιτος, απόφοιτη, απόφοιτος, κυψελίδα, οδοντικό φατνίο, κυψελίδα, αμοιβάδα, λήκυθος, δοχείο για εκκλησιαστική χρήση, λήκυθος, αγγείωμα, κεραία, κεραία, μπροστινό δόντι, αντιπάστο, κοιλότητα, περίληψη, αντίληψη, κορυφή, κορφή, παράρτημα, υδατικό μέσο, θηλαία άλως, μία αγκαλιά, ακμή, οστεοαρθρίτιδα, άρθρωση, Ασκενάζι, των Ασκενάζι, αυτόματο, άξονας, άξονας, άξονας, γαλακτίας, βάκιλος, βακτήριο, μπεν μαρί, μπεν-μαρί, σκεύος για μπεν μαρί, σκεύος για μπεν-μαρί, μπάντζο, μπαρακούντα, παίκτης βάσης, βάση, βάση, βάση, φύλλο δάφνης, χάντρα, πάρτυ, καλός, αγαπητικός, ερωτικό γράμμα, στρελίτζια, βιβλίο, -, σάντουϊτς με μπέικον, μαρούλι και τομάτα, αγριογούρουνο, βαρκάρης, τοξοβόλος, μπράβο, νεαρός, λότα, αντιλόπη της νότιας Αφρικής, επιχειρηματίας, κάκτος, μοσχάρι, γάμπα, μικρό, μικρό, μικρό, καναδέζικη χήνα, κυνόδοντας, κυνόδοντας, καμβάς, πωλητής αυτοκινήτων, πωλήτρια αυτοκινήτων, καρδία, καρπός, καστράτος, εσφαλμένη χρήση, ανθολόγιο, άνθρωπος των σπηλαίων, άνθρωπος των σπηλαίων, ινδικό χοιρίδιο, πιστοποιητικό κατάθεσης, αποδεικτικό κατάθεσης, πρόεδρος, πετσετάκι, πανάκι, αρκτοσαλβελίνος, αριστούργημα, δαγκάνα, μαθητής, πιόνι, χίασμα, χίασμα, παιδί, παιδί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης plural

πληθυντικός

noun (grammar: not singular form) (γραμματική, ουσιαστικά: αριθμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some languages have no plural; nouns are the same whether you talk about one or many.

πολλαπλός

adjective (not singular, multiple) (όχι ένας, πολλοί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The students discussed the plural meanings of the essay in class today.

πληθυντικός

adjective (grammar: denotes more than one)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The word children is the plural form of child.

τετμημένη

noun (mathematics: coordinate) (μαθηματικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοτύλη

noun (hip socket)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσάρτημα

noun (book: text added) (βιβλία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
An addendum at the back includes some later discoveries.

προσθήκη

noun (agenda: item added)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Look at the bottom of your agenda to see the addendum.

αδένωμα

noun (secretory gland tumor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αδένωμα

noun (tumor in glandlike structure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ενήλικο παιδί

noun (offspring: grown up)

I have three adult children, two of whom have children of their own.

αγώνας

noun (historical (ancient Greece: contest)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φύκι

noun (seaweed: singular form)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kelp is a type of alga.

αλκοολικός

noun (informal (alcoholic)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απόφοιτος, απόφοιτη

noun (Latin (female former or graduate student)

Hillary Clinton is an alumna of Yale law school.

απόφοιτος

noun (Latin (male former or graduate student)

The university has an impressive list of alumni, including several of my idols.

κυψελίδα

noun (anatomy: air sac in lungs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οδοντικό φατνίο

noun (anatomy: tooth socket)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κυψελίδα

noun (anatomy: small pit, cavity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμοιβάδα

noun (single-celled life form)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
An amoeba reproduces by splitting into two.

λήκυθος

noun (ancient Rome: flask)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δοχείο για εκκλησιαστική χρήση

noun (ecclesiastical: vessel)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λήκυθος

noun (anatomy: cavity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγγείωμα

noun (pathology: benign tumor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κεραία

noun (insect: sense organ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bug lay on its back, totally still except for its twitching antennae.

κεραία

noun (aerial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We took the antenna off our house and put up a satellite dish.
Βγάλαμε την κεραία (or: αντένα) από το σπίτι μας και εγκαταστήσαμε ένα δορυφορικό πιάτο.

μπροστινό δόντι

noun (often plural (one of the front teeth)

She has had problems with her anterior teeth since she was a child.

αντιπάστο

noun (Italian (food: appetizer)

Beginning a meal with antipasto is nice, especially on hot summer days.

κοιλότητα

noun (anatomy: natural cavity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περίληψη

noun (summary)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντίληψη

noun (insight)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορυφή, κορφή

noun (summit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hikers approached the apex of the mountain in the pouring rain.

παράρτημα

noun (to document)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The interview data is included in the appendix to the report.
Τα στοιχεία των συνεντεύξεων συμπεριλαμβάνονται στο παράρτημα της έκθεσης.

υδατικό μέσο

noun (water-based solution)

The experiment investigates the transformation of molecules in an aqueous medium.

θηλαία άλως

noun (skin around nipple)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The areola is usually darker than the surrounding breast.

μία αγκαλιά

noun (amount carried on one or both arms) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gardener came in with an armful of roses.

ακμή

noun (technical (architecture: ridge) (μεταξύ καμπύλων επιφανειών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οστεοαρθρίτιδα

noun (bone disease)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άρθρωση

noun (rare (juncture between bones)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ασκενάζι

noun (eastern European Jewish person)

των Ασκενάζι

noun as adjective (relating to an Ashkenazi)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτόματο

noun (robot, mechanical device)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The Victorians created many ingenious automatons, including a machine that drew spiral designs.

άξονας

noun (planet, etc.: line of rotation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The earth rotates on its axis.
Η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της.

άξονας

noun (figurative (alliance of countries) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Sino-American axis will be strengthened with this treaty.
Ο Σινο-Αμερικανικός άξονας θα ενισχυθεί με αυτήν τη συμφωνία.

άξονας

noun (geometry: reference line)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The points were scattered along the y axis.

γαλακτίας

noun (milk tooth)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My husband is 58, but he still has one baby tooth where a permanent tooth never grew. Children start to lose their baby teeth at about age six.

βάκιλος

noun (bacterium)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βακτήριο

noun (formal (microorganism)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπεν μαρί, μπεν-μαρί

noun (pan for cooking by heated bath)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σκεύος για μπεν μαρί, σκεύος για μπεν-μαρί

noun (double boiler)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπάντζο

noun (music: string instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A banjo can have four or five strings.

μπαρακούντα

noun (large eel-like fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Attacks on humans by barracudas are rare.

παίκτης βάσης

noun (baseball: fielding player near base) (1ης, 2ης βάσης κ.λπ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βάση

noun (base or reason for [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The basis for standardized testing in elementary schools is the need for all students to be at the appropriate level for their age.
Η βάση των τυποποιημένων εξετάσεων στα δημοτικά σχολεία έγκειται στην ανάγκη όλοι οι μαθητές να είναι στο κατάλληλο επίπεδο για την ηλικία τους.

βάση

noun (occurrence, routine) (συχνότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dogs need to be walked on a regular basis.
Τα σκυλιά πρέπει να πάνε βόλτα σε τακτική βάση.

βάση

noun (principle [sth] depends on)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trust and communication are the basis of a good relationship.
Η εμπιστοσύνη και η επικοινωνία είναι η βάση για μια καλή σχέση.

φύλλο δάφνης

noun (aromatic leaf used in cooking)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Whenever I make a casserole, I add a bay leaf from my garden.
Όποτε φτιάχνω φαγητό στη γάστρα, προσθέτω ένα φύλλο δάφνης από τον κήπο μου.

χάντρα

noun (jewellery piece)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The craft store sells jewelry supplies, such as clasps and glass beads.
Το μαγαζί με τα αντικείμενα χειροτεχνίας πουλά είδη για να φτιάξεις κοσμήματα, όπως κουμπώματα και γυάλινες χάντρες.

πάρτυ

noun (UK, slang (party, celebration)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καλός, αγαπητικός

noun (dated, French (boyfriend) (παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It seems that Helena has a new beau; he's taking her to the pictures tonight.

ερωτικό γράμμα

noun (dated, Gallicism (love letter)

στρελίτζια

noun (flower of genus strelitzia) (λουλούδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιβλίο

noun (written, abbreviation (book)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

-

noun (saltwater fish)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σάντουϊτς με μπέικον, μαρούλι και τομάτα

noun (informal, initialism (sandwich: bacon, lettuce and tomato)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αγριογούρουνο

noun (wild pig)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
While hiking, Danny saw a boar in the forest.
Ενώ έκανε πεζοπορία, ο Ντάννυ είδε ένα αγριογούρουνο μέσα στο δάσος.

βαρκάρης

noun (worker on boat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τοξοβόλος

noun (male archer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

μπράβο

noun (from Italian (shout of approval)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The singer received several bravos from the audience.

νεαρός

noun (Irish, informal (young man)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λότα

noun (freshwater fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντιλόπη της νότιας Αφρικής

noun (small antelope: southern Africa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιχειρηματίας

noun (commercial executive)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

κάκτος

noun (spiky desert plant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The only plants the hiker could see from the top of the mesa were many sizes and forms of cacti.

μοσχάρι

noun (baby cow, bull)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A cow and her calf are grazing in the field.
Μια αγελάδα και το μοσχάρι της βόσκουν στο λιβάδι.

γάμπα

noun (human anatomy: fleshy lower leg)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jeff frequently gets cramps in his calf.
Ο Τζεφ παθαίνει συχνά κράμπες στη γάμπα του.

μικρό

noun (baby seal)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The seal left her calf on the ice while she went hunting.

μικρό

noun (baby elephant)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The elephant looked around warily, guarding her calf.

μικρό

noun (baby whale)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
A new calf was spotted in the pod of whales.

καναδέζικη χήνα

noun (bird)

You know it´s autumn when the Canada geese start flying south.

κυνόδοντας

noun (human: eyetooth) (άνθρωπος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κυνόδοντας

noun (animal: fang)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Next to the horse's skeleton the archaeologists found several canine teeth and bones.

καμβάς

noun (fabric for painting)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The art students were supplied with several blank canvasses each.
Οι φοιτητές καλών τεχνών έλαβαν αρκετούς λευκούς καμβάδες ο καθένας.

πωλητής αυτοκινήτων, πωλήτρια αυτοκινήτων

noun (person who sells automobiles)

καρδία

noun (anatomy: between esophagus and stomach)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καρπός

noun (Latin (anatomy: wrist) (ανατομία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καστράτος

noun (historical (male singer castrated in youth)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εσφαλμένη χρήση

noun (misuse of words) (λέξης)

ανθολόγιο

noun (linked readings, comments)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άνθρωπος των σπηλαίων

noun (prehistoric man)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Contrary to popular culture, cavemen did not exist at the same time as dinosaurs.

άνθρωπος των σπηλαίων

noun (prehistoric human)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ινδικό χοιρίδιο

noun (S. American rodent)

πιστοποιητικό κατάθεσης, αποδεικτικό κατάθεσης

noun (financial account)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρόεδρος

noun (head of committee)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The chairman of the planning committee requested an emergency meeting.
Ο πρόεδρος της επιτροπής σχεδιασμού ζήτησε μια επείγουσα σύσκεψη.

πετσετάκι, πανάκι

noun (soft cleaning cloth) (για καθάρισμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αρκτοσαλβελίνος

noun (fish: northern waters)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Julia is fishing for char.

αριστούργημα

noun (French (masterpiece)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δαγκάνα

noun (claw of crab, scorpion, etc)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαθητής

noun (disciple: Hindu)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πιόνι

noun (chess piece) (σκάκι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χίασμα

noun (pairing of chromosomes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χίασμα

noun (anatomy: crossing of nerves)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παιδί

noun (boy, girl)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A child needs love.

παιδί

noun (son, daughter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have just had our first child.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στην αίτηση υπάρχει η επιλογή τέκνα. Εκεί θα γράψεις πόσα παιδιά έχεις.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plural στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του plural

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.