Τι σημαίνει το fat στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fat στο Αγγλικά.

Η λέξη fat στο Αγγλικά σημαίνει λίπος, λίπος, λιπαρά, παχύς, χοντρός, χοντρός, μεγάλος, λιπαρός, γόνιμος, παχαίνω, παχαίνω, μεγάλος, πρησμένος, σωματικό λίπος, ψιλοκουβεντιάζω, φριτέζα, χοντροκώλης, πάπλουτος, ισχυρός, κακομαθημένος, Σιγά, πτυχή δέρματος, πρησμένο χείλος, χωρίς λιπαρά, κριτικάρω κπ για το πάχος του, fat-shaming, λαρδί, παχαίνω, φαίνομαι χοντρός, με χαμηλά λιπαρά, γάλα χαμηλό σε λιπαρά, γάλα με χαμηλά λιπαρά, χωρίς λιπαρά, αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη, παιδικά παχάκια, κορεσμένα λιπαρά, ξαφρίζω πάχος από, στομαχικό πάχος, λίπη trans, ακόρεστα λίπη, φυτικό λίπος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fat

λίπος

noun (bodily substance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All bodies have some fat.
Όλα τα σώματα έχουν μια ποσότητα λίπους.

λίπος

noun (oily substance in food) (φαγητού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She trimmed the fat off her steak before eating it.
Έβγαλε το λίπος από την μπριζόλα πριν την φάει.

λιπαρά

noun (component of food)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
This cheese tastes so good because it is high in fat.
Κοίτα! Αυτό το τυρί έχει τόσο ωραία γεύση επειδή έχει πολλά λιπαρά.

παχύς, χοντρός

adjective (potentially offensive (person: overweight) (ενίοτε μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eric admitted that he was fat and had to lose weight.
Ο Έρικ παραδέχτηκε ότι ήταν παχύς (or: χοντρός) και ότι έπρεπε να χάσει βάρος.

χοντρός

adjective (figurative (thick)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She took a fat book out of her bag and opened to page 1002.
Πήρε ένα χοντρό βιβλίο από την τσάντα της και το άνοιξε στη σελίδα 1002.

μεγάλος

adjective (figurative (lucrative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ex-politician won a fat contract from the city.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι πολύ καλός στη δουλειά του και παίρνει παχυλό μισθό.

λιπαρός

adjective (informal (fatty: greasy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This burger is so fat! It's quite disgusting.
Αυτό το χάμπουργκερ είναι τόσο λιπαρό! Είναι εντελώς αηδιαστικό.

γόνιμος

adjective (dated, Biblical (fertile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The land was fat, and anything would grow there.
Η γη ήταν γόνιμη και οτιδήποτε μπορούσε να αναπτυχθεί εκεί.

παχαίνω

transitive verb (archaic (make fat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They fatted the calf for several months before killing it.

παχαίνω

intransitive verb (archaic (become fat) (εγώ ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεγάλος

adjective (figurative, informal (large)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The truck was carrying a fat load.
Το φορτηγό μετέφερε βαρύ φορτίο.

πρησμένος

adjective (figurative, informal (swollen)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
My ankles are fat from being on my feet all day.
Οι αστράγαλοί μου είναι πρησμένοι επειδή ήμουν στο πόδι όλη μέρα.

σωματικό λίπος

noun (fat on body)

That athlete has almost no body fat; she is all muscle.

ψιλοκουβεντιάζω

verbal expression (informal, figurative (have a long chat) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'd love to stand around chewing the fat, but these bills aren't going to pay themselves.

φριτέζα

noun (food-cooking machine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She dropped the balls of dough into the deep fryer to make donuts.

χοντροκώλης

noun (pejorative, vulgar, offensive, slang (overweight person) (αργκό, προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Martin was given detention for a week for calling his classmate a fat ass.

πάπλουτος

noun ([sb] wealthy)

ισχυρός

noun (important, influential person)

κακομαθημένος

noun (lazy, privileged person)

Σιγά

interjection (slang (unlikely) (καθομ, εμφατικός τύπος)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ha! Fat chance that he will ever pay you back.
Α! Δεν το βλέπω να σε ξεπληρώσει ποτέ.

πτυχή δέρματος

noun (overhanging skin on obese person) (λόγω παχυσαρκίας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She found it difficult to wash under her fat folds.

πρησμένο χείλος

noun (informal (swollen lip)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
John's fat lip was clear evidence that he had been fighting again.

χωρίς λιπαρά

adjective (food: containing no fats)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
I bought some fat-free yogurt, but it doesn't taste as good as the real thing! It is a mistake to think that because a food is fat-free, it's also free of calories.

κριτικάρω κπ για το πάχος του

transitive verb (criticize for being fat)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

fat-shaming

noun (criticizing for being fat) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

λαρδί

noun (US (cut of pork) (χοιρινό λίπος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παχαίνω

(informal (put on weight)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I get fat when I don't exercise regularly.

φαίνομαι χοντρός

intransitive verb (appear overweight)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Darling, does this dress make me look fat?

με χαμηλά λιπαρά

adjective (food: skimmed, light)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Many low-fat foods contain more sugar than their full-fat equivalents.
Πολλές τροφές με χαμηλά λιπαρά περιέχουν περισσότερη ζάχαρη απ' ό,τι οι αντίστοιχες πλήρεις τροφές.

γάλα χαμηλό σε λιπαρά, γάλα με χαμηλά λιπαρά

noun (skimmed dairy product)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Low-fat milk contains 1% milk fat.

χωρίς λιπαρά

adjective (US (fat-free: containing no fat)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη

noun (US (powdered skimmed milk)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nonfat dry milk is more tasty than skim milk.

παιδικά παχάκια

noun (UK, figurative, informal (body fat in pre-adolescence) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κορεσμένα λιπαρά

(nutrition)

ξαφρίζω πάχος από

transitive verb (remove fat from top of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After milking the cows, we skimmed the fat off the milk and made butter.

στομαχικό πάχος

noun (excess abdominal fat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The only way to reduce your stomach fat is to lose weight overall.

λίπη trans

noun (hydrogenated vegetable oil)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your body has no natural mechanism for eliminating trans-fat.

ακόρεστα λίπη

noun (type of fat)

φυτικό λίπος

noun (oil from plant source)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fat

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.