Τι σημαίνει το preciso στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης preciso στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του preciso στο πορτογαλικά.

Η λέξη preciso στο πορτογαλικά σημαίνει ακριβής, ακριβής, ακριβής, ακριβής, απόλυτος, άψογος, τέλειος, καθαρός, ακριβής, ακριβής, ακριβής, σωστός, ακριβής, ακριβής, διάνα, μέσα, απαραίτητος, αναγκαίος, αυστηρός, ενδελεχής, σχολαστικός, απαιτητικός, κουραστικός, κοπιαστικός, μαθηματικός, σωστός, τελειομανής, ό,τι χρειαστεί, κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις, την κάνω, σε χρειάζομαι, βομβαρδισμός ακριβείας, εννοείται, κάνω τα απαραίτητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης preciso

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Maria fez uns comentários muito precisos sobre o texto que avaliou.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η γνώμη σου ήταν απόλυτα ακριβής, εντόπισες με ακρίβεια το πρόβλημα.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Graças às direções precisas de Marilyn, Louis e Natalie encontraram a casa sem nenhum problema.
Χάρη στις ακριβείς οδηγίες της Μέρλιν, ο Λουίς και η Ναταλί βρήκαν το σπίτι χωρίς κανένα πρόβλημα.

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Anthony é muito preciso, então se ele diz 05:00, ele estará lá às 05:00

ακριβής

adjetivo (tiro, arremesso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απόλυτος, άψογος, τέλειος

(ακρίβεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A pronúncia precisa de Alex o ajudou a conseguir um emprego de locutor.

ακριβής

adjetivo (πιστός, σωστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A leitura do termômetro é muito precisa (or: exata).
Η μέτρηση του θερμόμετρου είναι πολύ ακριβής.

ακριβής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Essas são as medidas exatas que você precisa.
Αυτές ακριβώς είναι οι μετρήσεις που θέλεις.

ακριβής, σωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Concordo que sua avaliação da nossa situação é correta.
Συμφωνώ ότι η αξιολόγησή σου για την κατάστασή μας είναι ακριβής (or: σωστή).

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pode confiar em Adam; ele é um pensador exato.

ακριβής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A testemunha deu à polícia uma descrição precisa do suspeito.
Ο μάρτυρας έδωσε στην αστυνομία μια ακριβή περιγραφή του υπόπτου.

διάνα

(figurado, informal) (προφορικό: πέφτω, πετυχαίνω, χτυπώ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Συνήθως πέφτει διάνα στις προβλέψεις της. Πω πω, χτύπησες διάνα με τον χαρακτηρισμό σου!

μέσα

(figurado, informal) (μεταφορικά: πέφτω)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι εκλογολόγοι προέβλεψαν το αποτέλεσμα των εκλογών με ακρίβεια.

απαραίτητος, αναγκαίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se você vender esta casa será necessário (or: inevitável) (or: preciso) encontrar outro lugar para morar.
Αν πουλήσεις το σπίτι, θα πρέπει να βρεις κάπου αλλού να μείνεις.

αυστηρός

adjetivo (exato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O dispositivo deve ser construído com padrões estritos.
Η συσκευή πρέπει να κατασκευαστεί σύμφωνα με αυστηρές προδιαγραφές.

ενδελεχής, σχολαστικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Κάναμε μια ενδελεχή έρευνα στον τόπο του εγκλήματος.

απαιτητικός, κουραστικός, κοπιαστικός

adjetivo (tarefa) (εργασία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαθηματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σωστός

(exato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta medida está certa?

τελειομανής

(θετική έννοια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ό,τι χρειαστεί

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις

interjeição (agir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

την κάνω

(eu tenho de ir agora)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε χρειάζομαι

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John, eu não apenas amo você, eu preciso de você!
Τζον, δεν είναι ότι απλώς σ' αγαπάω, σε χρειάζομαι!

βομβαρδισμός ακριβείας

(ataque ao alvo com explosivos)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εννοείται

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Desnecessário dizer que você não pode deixar sua bicicleta desprotegida na cidade.

κάνω τα απαραίτητα

locução verbal (agir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του preciso στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.