Τι σημαίνει το at στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης at στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του at στο Αγγλικά.
Η λέξη at στο Αγγλικά σημαίνει σε, σε, σε, παπάκι, σε, προς, σε, σε, με, με, σε, σε, σε, προς, στην, στις, επιδέξιος, επιτήδειος, δεξιοτεχνικός, σημαδεύω, σημαδεύω, στοχεύω, στοχεύω σε, απευθύνομαι σε, αναπάντεχα, ξαφνικά, ταυτόχρονα, πρεσβευτής, θυμώνω, θυμωμένος, θυμωμένος, είμαι ενοχλημένος, έχω ενοχληθεί, οτιδήποτε, φτάνω, καταλήγω, κατά την, απρόσεκτος, αμελής, σε συγκεκριμένη ώρα, σε κρίσιμη καμπή, σε μειονεκτική θέση, σε τιμή έκπτωσης, σε απόσταση, σε απόσταση, στο πι και φι, πολύ αργά, με την πρώτη ματιά, με την πρώτη ματιά, σε καλή τιμή, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, ύστερα, αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλον, χωρίς τίποτα να κάνω, με ζημία, σαστισμένος, απορημένος, ξαφνιασμένος, αμήχανος, σπάνια, δυσεύρετα, έχοντας κάποιο κόστος, με κέρδος, στην ανάγκη, αργά, σιγά, σταματημένος, κολλημένος, ακίνητος, σταματημένος, κολλημένος, ακίνητος, με την μία, αμέσως, περίπου, γύρω, πάνω κάτω, καθόλου, πάση θυσία, οποιαδήποτε ώρα, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, διαγώνια, υπό γωνία, λοξά, πλάγια, νωρίς το πρωί, που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσει, σε αδιέξοδο, υπό άλλες συνθήκες, σε οποιαδήποτε ηλικία, με οποιοδήποτε κόστος, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό, ανά πάσα στιγμή, όσο και αν κάνει, με οποιοδήποτε κόστος, οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, σε απόσταση ασφαλείας, δρασκελιά, προσοχή, πλειστηριασμός, σε τιμή ευκαιρίας, σε θέση ροπαλοφόρου, σειρά για να περάσει κανείς σε θέση ροπαλοφόρου, σε κάποια απόσταση, στην καλύτερη περίπτωση, βασικά, ουσιαστικά, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κοντά ο ένας με τον άλλο, εξ επαφής, σε αντιπαράθεση, το πρωί, την αυγή, το ξημέρωμα, με το ένα πόδι στον τάφο, σε τιμή έκπτωσης, το βράδυ, το σούρουπο, καυγαδίζω, τσακώνομαι, νιώθω άνετα, στέκομαι σε ανάπαυση, ανάπαυση, άνετα, το Πάσχα, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, τοις μετρητοίς, υπεύθυνος, υπαίτιος, υπόλογος, αρχικά, στην αρχή, με την πρώτη ματιά, πρώτη εντύπωση, αρχικά, στην αρχή, με την πρώτη ματιά, αμέσως, ακαριαία, στη διαπασών, δυνατά, έντονα, με απόλυτη ισχύ, γρήγορα, γοργά, σβέλτα, μεγάλη ταχύτητα, στη μέγιστη ταχύτητα, με πλήρη ισχύ, όσο το δυνατό πιο γρήγορα, με μέγιστη ταχύτητα, με πολλή ενέργεια, στο ίδιο επίπεδο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης at
σεpreposition (location) (τοποθεσία) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) He's at home right now. Είναι στο σπίτι τώρα. |
σεpreposition (time) (χρόνος) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The train leaves at nine o'clock. Το τρένο φεύγει στις εννιά ακριβώς. |
σεpreposition (event) (παρουσία) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) She's at a meeting. Είναι σε μια σύσκεψη. |
παπάκιpreposition (spoken (in email address: @, at sign) (σύμβολο @) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You can reach me at "Fred Smith at email dot com". Μπορείς να επικοινωνήσεις μαζί μου στην ηλεκτρονική διεύθυνση «Φρεντ Σμιθ παπάκι email τελεία com». |
σεpreposition (in, near) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) My dog always sits at my chair and begs for scraps. |
προςpreposition (toward) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) There were hundreds of birds coming at us from all directions. |
σεpreposition (condition) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) We don't burn many calories at rest. |
σε, μεpreposition (cause) He smiled at the thought that he would see his long-distance girlfriend in just a few days. |
μεpreposition (manner) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) We drove off at a good speed. |
σεpreposition (quality) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) You have got to see the house at its best. |
σεpreposition (age) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) At 18 she moved in with her boyfriend. Στα 18 μετακόμισε με το φίλο της. Στην ηλικία των 18 μετακόμισε με το φίλο της. |
σεpreposition (skill) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) I'm no good at chess. |
προςpreposition (in exchange for) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Apples are on sale at a dollar per pound. Η τιμή των μήλων είναι στο 1 ευρώ το κιλό. |
στην, στιςpreposition (habitual time) (για ώρα) (άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).) Kevin works at night. The elderly couple always take a walk at 4 PM. Ο Κέβιν δουλεύει το βράδυ (or: τα βράδια). Το ηλικιωμένο ζευγάρι βγαίνει, πάντα, για βόλτα στις 4 μ.μ. |
επιδέξιος, επιτήδειος, δεξιοτεχνικόςadjective (skilled) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She's very adept at helping people develop their strengths. |
σημαδεύω(try to hit) (κάποιον/κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Although he aimed the arrow at the bull's eye, he hit the outside ring every time. Αν και σημάδευε με το βέλος το κέντρο του στόχου, κάθε φορά πετύχαινε τον εξωτερικό δακτύλιο. |
σημαδεύω, στοχεύω(try to hit) (κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nathan was aiming at the target with his .40-caliber pistol. Ο Νέιθαν σημάδευε τον στόχο με το διαμετρήματος 40 χιλιοστών πιστόλι του. |
στοχεύω σε(figurative (have as a goal) (μεταφορικά) Jack's aiming at becoming the president of the company someday. Ο Τζακ επιδιώκει να γίνει ο πρόεδρος της εταιρείας κάποια μέρα. |
απευθύνομαι σε(figurative, often passive (have as intended audience) (κάτι/κάποιον) The movie is aimed at a younger audience. Η ταινία απευθύνεται σε νεαρό κοινό. |
αναπάντεχα, ξαφνικάadverb (suddenly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) All at once, I heard a noise in the kitchen. |
ταυτόχροναadverb (simultaneously, at the same time) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The guests cried "Surprise!" all at once. |
πρεσβευτήςnoun (diplomatic envoy) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θυμώνω(cross about [sth]) (με κάτι, για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He was angry about his son's failure. Ήταν θυμωμένος για την αποτυχία του γιου του. |
θυμωμένος(cross with [sb]) (με κάποιον) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Doris is angry with her lazy husband. Η Ντόρις είναι τσαντισμένη με τον τεμπέλη σύζυγό της. |
θυμωμένοςexpression (cross with [sb]) (με κπ για κτ, με κπ για κτ που έκανε) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I am angry with my sister for taking my book. |
είμαι ενοχλημένος, έχω ενοχληθεί(irritated, angry) (με κάποιον/κάτι) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I'm annoyed at my brother for leaving the room in such a mess. Είμαι εκνευρισμένη (or: θυμωμένη) με τον αδερφό μου που άφησε το δωμάτιο σε τέτοιο χάλι. |
οτιδήποτεpronoun (no matter what thing) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) They didn't manage to save anything at all from the house when it burned down. |
φτάνω, καταλήγω(figurative (conclusion, etc.: reach) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The mathematician worked to arrive at the answer. Ο μαθηματικός προσπαθούσε να φτάσει στο αποτέλεσμα. |
κατά τηνpreposition (UK (at a particular time) (επίσημο) |
απρόσεκτος, αμελήςadjective (US, informal, figurative (not paying attention) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I'm sorry; I should have understood what you wanted. I was asleep at the switch. |
σε συγκεκριμένη ώραadverb (at a specified hour) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can adjust the heating so that it switches itself on at a certain time each evening. Μπορείς να ρυθμίσεις τη θέρμανση, ώστε να ανάβει μόνη της σε συγκεκριμένη ώρα κάθε απόγευμα. |
σε κρίσιμη καμπήadverb (figurative (at a decisive point) (μεταφορικά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σε μειονεκτική θέσηadverb (in an inferior position) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You'll be at a disadvantage if you don't have a second language. Θα είσαι σε μειονεκτική θέση αν δεν ξέρεις μια άλλη γλώσσα. |
σε τιμή έκπτωσηςadverb (at a reduced price) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The student card allows you to buy train tickets at a discount. |
σε απόστασηadverb (comfortably far away) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He keeps himself at a distance from political arguments. |
σε απόστασηadverb (some distance removed) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο πι και φιadverb (figurative (rapidly) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολύ αργάadverb (figurative (very slowly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
με την πρώτη ματιάadverb (with one quick look) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με την πρώτη ματιάadverb (figurative (quickly, rapidly) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε καλή τιμήexpression (at reasonable cost) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I was able to buy my PC at a good price. |
σε μεταγενέστερη ημερομηνίαadverb (on an unspecified future day) (απροσδιόριστη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ύστερα, αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλονadverb (later) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We agreed to discuss the matter again at a later time. |
χωρίς τίποτα να κάνωadverb (informal, figurative (having nothing to do) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με ζημίαadverb (losing money) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They must be selling these at a loss, the prices are so low. |
σαστισμένος, απορημένος, ξαφνιασμένος, αμήχανοςadjective (informal (unable to understand) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She was at a loss to explain what had happened. |
σπάνια, δυσεύρεταadverb (scarce, sought-after) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) During the oil embargo of the 1970's, gasoline was at a premium. |
έχοντας κάποιο κόστοςexpression (for a certain cost) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με κέρδοςadverb (gaining financially) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alan repairs second-hand cars and then sells them at a profit. |
στην ανάγκηadverb (UK, informal (with difficulty) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αργά, σιγάadverb (slowly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The tortoise won the race, even though he went at a slow pace. |
σταματημένος, κολλημένος, ακίνητοςadjective (traffic: not moving forward) (κίνηση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) When we saw the accident we understood why traffic was at a standstill. |
σταματημένος, κολλημένος, ακίνητοςadjective (figurative (not progressing) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We can't agree on the terms of the contract, so negotiations are at a standstill. |
με την μία, αμέσωςexpression (in one session) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Although I can read English for hours, I can only manage about ten pages of French at a stretch. |
περίπου, γύρω, πάνω κάτωadverb (time: at approximately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Class starts at one, shall we meet at about quarter to? |
καθόλουadverb (in the slightest) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I don't mind at all if you want to smoke. Δεν με πειράζει καθόλου, αν θέλεις να καπνίσεις. |
πάση θυσίαadverb (by whatever means) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) At all costs, you must finish the work by Friday. |
οποιαδήποτε ώραadverb (at any time of the day or night) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The people upstairs are stomping around at all hours. |
συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπαadverb (all the time, constantly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Please keep your hands and arms in the car at all times. |
διαγώνια, υπό γωνία, λοξά, πλάγιαadverb (diagonally, obliquely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He hung the picture up without a spirit level so it was at an angle. |
νωρίς το πρωίadverb (early in the morning) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) My grandmother had the custom of rising at an early hour. |
που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσειadjective (finished, over) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Economists think the recession is at an end. |
σε αδιέξοδοadjective (figurative (at a standstill, at a dead end) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We can't agree on the terms of the contract; we're really at an impasse. |
υπό άλλες συνθήκεςadverb (in other circumstances) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) At another time, she would have responded with anger, but she was so tired, she let his comments go. |
σε οποιαδήποτε ηλικίαadverb (no matter what one's age) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cancer does not discriminate, it can strike at any age. |
με οποιοδήποτε κόστοςadverb (however high the cost may be) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We will win this war at any cost. |
όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτόexpression (without warning) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The city is built across a fault line, so an earthquake could strike at any minute. Από στιγμή σε στιγμή θα φτάσει ο Μπιλ για να μας πάει στο αεροδρόμιο. |
ανά πάσα στιγμήexpression (any point in time) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) At any one time, there are numerous children suffering from rare illnesses. |
όσο και αν κάνειadverb (whatever the cost) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bob was willing to buy the painting at any price. |
με οποιοδήποτε κόστοςadverb (figurative (whatever sacrifice is required) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Yvonne wanted to win the game at any price. |
οπωσδήποτε, ούτως ή άλλως, σε κάθε περίπτωσηadverb (anyway, in any case) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I didn't want to go to the party at all, but it's over now, at any rate. Δεν ήθελα καθόλου να πάω στο πάρτι, αλλά ούτως ή άλλως τελείωσε τώρα. |
οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναιadverb (whenever convenient) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You can call me for help at any time. |
οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναιadverb (without warning) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I like my desk to face the door, because I know my boss may walk in at any time. |
σε απόσταση ασφαλείαςadverb (figurative (at safe distance) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He has lied to me before, so I keep him at arm's length now. |
δρασκελιάadverb (literal (at end of your arm) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The wild deer stood at arm's length from us. Το άγριο ελάφι στάθηκε μια δρασκελιά από εμάς. |
προσοχήadverb (military: standing straight) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλειστηριασμόςadverb (in a public bidding sale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σε τιμή ευκαιρίαςadverb (very cheaply) (πολύ φθηνά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I was able to purchase a whole new set of clothes at bargain rates. |
σε θέση ροπαλοφόρουadverb (baseball: taking turn to bat) (μπέιζμπολ) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σειρά για να περάσει κανείς σε θέση ροπαλοφόρουnoun (baseball: turn to bat taken) (μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε κάποια απόστασηadverb (at a distance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I wasn't ready to talk to my boss, so Jan kept him at bay for as long as she could. |
στην καλύτερη περίπτωσηadverb (at the most) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It won't be ready until tomorrow at best. Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι έτοιμο αύριο. |
βασικά, ουσιαστικάadverb (basically, in reality) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με ιλιγγιώδη ταχύτηταexpression (dangerously fast) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κοντά ο ένας με τον άλλοadverb (near together) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) People who work on submarines learn to live at close quarters with others. Όσοι εργάζονται σε υποβρύχια μαθαίνουν να ζουν κοντά ο ένας με τον άλλο. |
εξ επαφήςadverb (from near the target) (πυροβολισμός) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Despite security checks, the assassin managed to smuggle a pistol into the press conference, and shot the President from close range. |
σε αντιπαράθεσηadverb (not in agreement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το πρωί, την αυγή, το ξημέρωμαadverb (early in the morning; daybreak) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με το ένα πόδι στον τάφοadverb (figurative (very ill, about to die) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε τιμή έκπτωσηςadverb (cheaply, at lower cost than usual) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
το βράδυ, το σούρουποadverb (when night falls) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The mosquitoes came out at dusk. |
καυγαδίζω, τσακώνομαιadjective (figurative, informal (arguing) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
νιώθω άνεταverbal expression (relaxed) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) I am more at ease when my boss is not in the office. Νιώθω πιο άνετα, όταν το αφεντικό μου λείπει από το γραφείο. |
στέκομαι σε ανάπαυσηverbal expression (not standing at attention) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The troops were at ease on the parade ground. Τα στρατεύματα στέκονταν σε ανάπαυση στον χώρο της παρέλασης. |
ανάπαυσηadverb (stand: not at attention) (στρατός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The captain ordered the soldiers to stand at ease. Ο λοχαγός διέταξε τους στρατιώτες να σταθούν σε ανάπαυση. |
άνεταadjective (comfortable) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Chris was very friendly, and I instantly felt at ease with him. Ο Κρις ήταν πολύ φιλικός και ένιωσα αμέσως άνετα μαζί του. |
το Πάσχαadverb (in the Easter period) (χρονική περίοδος) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπαadverb (constantly, repeatedly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τοις μετρητοίςadverb (figurative (for its apparent worth) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can't take what she says at face value: she always has an agenda. |
υπεύθυνος, υπαίτιος, υπόλογοςadjective (responsible, to blame) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρχικά, στην αρχήadverb (to begin with, in the beginning) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) At first, it was just pitch black, then his eyes got used to the darkness and he began to see some features of the cave. Στην αρχή (or: αρχικά) ήταν πίσσα σκοτάδι. Έπειτα τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι και άρχισε να βλέπει κάποια γνωρίσματα της σπηλιάς. |
με την πρώτη ματιά, πρώτη εντύπωσηadverb (at first impression) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) At first blush, you seem to have put together a sound business plan. |
αρχικά, στην αρχήexpression (initially) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) It was a good plan at first glance, but later we realized it was a dud. |
με την πρώτη ματιά, αμέσως, ακαριαίαadverb (instantly, immediately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) At first sight, the town looked boring. |
στη διαπασώνadverb (figurative (loudly) (ήχος, μουσική) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) If you must play your music at full blast, please use headphones. |
δυνατά, έντονα, με απόλυτη ισχύadverb (forcefully) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I accidentally turned the hose on at full blast and washed away all my seedlings. |
γρήγορα, γοργά, σβέλταadverb (horse: at top speed) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Even at full gallop, the horse could not outrun the train for long. |
μεγάλη ταχύτηταadverb (figurative (very fast) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She was talking at full gallop: I couldn't understand most of what she said. |
στη μέγιστη ταχύτηταexpression (as fast as possible) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) If you run the motor at full speed for more than an hour, there is a danger it will overheat and seize up. |
με πλήρη ισχύadverb (vehicle: at top speed) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
όσο το δυνατό πιο γρήγοραadverb (figurative (person: as fast as possible) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με μέγιστη ταχύτηταexpression (at top speed or power) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The train had been travelling at full tilt when the accident happened. |
με πολλή ενέργειαexpression (energetically) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) My three-year-old runs around full tilt right before bedtime. |
στο ίδιο επίπεδοexpression (US, idiom (on the same level) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The train tracks and the street were at grade where they crossed, so people barely noticed the intersection. Οι γραμμές του τρένου και ο δρόμος ήταν στο ίδιο επίπεδο εκεί που διασταυρώνονταν και έτσι ο κόσμος μετά βίας πρόσεχε την διασταύρωση. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του at στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του at
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.