Τι σημαίνει το prétendu στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης prétendu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prétendu στο Γαλλικά.
Η λέξη prétendu στο Γαλλικά σημαίνει υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, προσποιούμαι, παριστάνω, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, υποστηρίζω, υποτιθέμενος, υποτιθέμενος, υποτιθέμενος, φαινομενικός, προσχηματικός, ας πούμε, δεδηλωμένος, προσποιητός, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, ισχυρίζομαι, επικαλούμαι άγνοια, πληρώ τις προϋποθέσεις για κτ, πληρώ τα κριτήρια για κτ, ισχυρίζομαι ότι/πως, ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ, ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, διατείνομαι ότι είμαι κτ, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, αυτοαποκαλούμαι, απαιτώ, διεκδικώ, διεκδικώ, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης prétendu
υποστηρίζω, ισχυρίζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le journal a prétendu que le couple ne vivait plus ensemble. Η εφημερίδα υποστηρίζει (or: ισχυρίζεται) ότι το ζευγάρι ζει χωριστά. |
προσποιούμαι, παριστάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a prétendu être malade pour ne pas aller à l'école. Προσποιήθηκε (or: παρίστανε) τον άρρωστο γιατί δεν ήθελε να πάει στο σχολείο. |
προσποιούμαι, υποκρίνομαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποστηρίζωverbe transitif (κτ ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le politicien de droite soutenait (or: prétendait) que l'immigration était la cause de tous ces problèmes. |
υποτιθέμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Cette prétendue œuvre d'art découverte dans la vieille maison était un faux. Το δήθεν έργο τέχνης που βρέθηκε στο παλιό σπίτι ήταν πλαστό. |
υποτιθέμενοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
υποτιθέμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les prétendus OVNI se sont révélés être des avions. Αποδείχτηκε ότι τα υποτιθέμενα UFO ήταν αεροπλάνα. |
φαινομενικός, προσχηματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ας πούμε(καθομιλουμένη, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce soi-disant professeur n'a aucune compétence ! Αυτός ο «ας πούμε» καθηγητής είναι τελείως ανίκανος! |
δεδηλωμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
προσποιητόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ισχυρίζομαιlocution verbale (ότι είμαι κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les recherches d'Amber prétendent démontrer que le chocolat est bon pour la santé. Η έρευνα της Άμπερ ισχυρίζεται πως αποδεικνύει πως η κατανάλωση της σοκολάτας κάνει καλό. |
διατείνομαι, ισχυρίζομαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle prétend connaître plusieurs gouverneurs personnellement. Διατείνεται (or: ισχυρίζεται) ότι γνωρίζει αρκετούς κυβερνήτες προσωπικά. |
επικαλούμαι άγνοια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Plaider l'ignorance de la loi ne vous dispense pas des conséquences. |
πληρώ τις προϋποθέσεις για κτ, πληρώ τα κριτήρια για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ισχυρίζομαι ότι/πωςlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ισχυρίζομαι ότι είμαι κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le scientifique a affirmé que le réchauffement climatique était principalement dû à l'homme. Ο επιστήμονας υποστήριζε πως η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι κυρίως εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας. |
ισχυρίζομαι, διατείνομαι(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roger soutient qu'il a vu des extra-terrestres. Ο Ρότζερ ισχυρίζεται ότι έχει δει εξωγήινους. |
ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cette marque de peinture prétend couvrir une plus large surface que cette marque rivale. Αυτή η εταιρεία βαφών ισχυρίζεται ότι καλύπτει μεγαλύτερη επιφάνεια σε σχέση με του ανταγωνιστές της. |
ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, διατείνομαι ότι είμαι κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu te dis musicien, mais est-ce la vérité ? Ισχυρίζεσαι (or: Διατείνεσαι) πως είσαι μουσικός, αλλά είναι αλήθεια αυτό; |
ισχυρίζομαι, υποστηρίζωlocution verbale (ότι/πως έχω κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Weston prétendait avoir inventé une nouvelle méthode pour produire du cuivre. Ο Γουέστον υποστήριξε πως έχει εφεύρει μια νέα μέθοδο για την παραγωγή χαλκού. |
αυτοαποκαλούμαιlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il déclare être le fils du défunt. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δήλωσε ότι είναι ο από καιρό χαμένος γιος του αποθανόντος, που επέστρεψε για να διεκδικήσει την κληρονομιά του. |
απαιτώ, διεκδικώ(au trône, à des indemnités,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sans emploi depuis deux ans, je n'ai jamais prétendu à la moindre aide du gouvernement. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πατέρας δεν διεκδίκησε ποτέ τις επισκέψεις που δικαιούτο μετά το διαζύγιο των γονιών μου. |
διεκδικώverbe transitif indirect (à la couronne,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jeune duc prétendait au trône. |
παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι(ως κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Larry se considérait comme un expert. Ο Λάρυ παρουσιάζει τον εαυτό του ως ειδικό. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prétendu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του prétendu
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.