Τι σημαίνει το profissional στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης profissional στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του profissional στο πορτογαλικά.

Η λέξη profissional στο πορτογαλικά σημαίνει επαγγελματίας, επαγγελματίας, ειδικός, επαγγελματικός, επαγγελματίας, μανιώδης, επαγγελματικός, επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματίας, επαγγελματίας, εξπέρ, γκουρού, επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική ορολογία, τέχνη, αντιεπαγγελματικός, γραφείου, ελεύθερος επαγγελματίας, ανεξάρτητος επαγγελματίας, εργαζόμενος σε εταιρεία αερίου, επαγγελματίας χορευτής, επαγγελματίας χορεύτρια, επαγγελματίας πυγμάχος, έμπειρος επαγγελματίας, ιστορικό απασχόλησης, εργασιακό ήθος, επαγγελματικός στόχος, επαγγελματικός στόχος, αλλαγή σταδιοδρομίας, επαγγελματίας υγείας, επαγγελματικό ενδιαφέρον, επαγγελματική ενασχόληση, δείγμα δουλειάς, επαγγελματικό ιστορικό, επαγγελματική σχέση, επαγγελματικό πτυχίο, επαγγελματική αποκατάσταση, κόσμος της εργασίας, επαγγελματίας αθλητής, επαγγελματίας αθλήτρια, επαγγελματική κίνηση, εργασιακή εμπειρία, άτομο που ασχολείται με το μάρκετινγκ, ικανοποίηση από την εργασία, εργασιακό περιβάλλον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης profissional

επαγγελματίας

substantivo masculino (alguém em uma profissão)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Pare de se tratar por sua conta e busque um profissional!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Καλύτερα να μην προσπαθήσεις να φτιάξεις μόνος σου τη βρύση, αλλά να απευθυνθείς σε έναν επαγγελματία.

επαγγελματίας

substantivo masculino (alguém honrado, honesto) (έντιμος)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Ele é realmente um profissional e jamais enganaria seus fregueses.
Είναι επαγγελματίας και ποτέ δε θα εξαπατούσε πελάτη.

ειδικός

substantivo masculino

Μπορείς να καταλάβεις πως είναι ειδικός από τον τρόπο που δουλεύει.

επαγγελματικός

adjetivo (sobre/de uma profissão)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O Conselho de Médicos é a corporação profissional para médicos.
Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος είναι το επαγγελματικό σωματείο των γιατρών.

επαγγελματίας

adjetivo (για αρσενικό και θηλυκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο μπαμπάς μου είναι επαγγελματίας παίκτης του μπάσκετ.

μανιώδης

adjetivo (ávido)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Είναι μανιώδης κουτσομπόλα.

επαγγελματικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επαγγελματίας

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

επαγγελματικός

(σχετικός με ειδήμονα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A opinião profissional do médico foi que a vítima havia sido estrangulada.
Η επαγγελματική γνώμη του γιατρού ήταν ότι το θύμα στραγγαλίστηκε.

επαγγελματίας

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Profissionais das artes, às vezes, encontram dificuldades em assegurar financiamento.
Όσοι δραστηριοποιούνται στον καλλιτεχνικό χώρο ορισμένες φορές έχουν δυσκολία να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση.

επαγγελματίας

substantivo masculino (abreviatura de) (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Το τουρνουά είναι ανοιχτό τόσο στους επαγγελματίες όσο και στους ερασιτέχνες.

εξπέρ, γκουρού

substantivo masculino (gíria: especialista) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι επαΐοντες της τεχνολογίας θεωρούν ότι ο εθισμός στα κινητά θα αυξηθεί τις επόμενες δεκαετίες.

επαγγελματίας

adjetivo

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Έγινε επαγγελματίας το 1990, αφού κέρδισε δυο ερασιτεχνικούς τίτλους.

επαγγελματικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Μερικοί μαθητές επιλέγουν επαγγελματικά σχολεία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

επαγγελματική ορολογία

(profissional ou especialista) (γλώσσα επαγγελματιών)

τέχνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nem todos querem seguir uma carreira intelectual e muitos jovens com habilidades manuais vão para o comércio.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η τέχνη της τυπογραφίας έχει αλλάξει από την εποχή των κινητών μεταλλικών στοιχείων.

αντιεπαγγελματικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γραφείου

substantivo masculino (profissional, classe média) (σε γενική: δουλειά, υπάλληλος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ελεύθερος επαγγελματίας, ανεξάρτητος επαγγελματίας

εργαζόμενος σε εταιρεία αερίου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επαγγελματίας χορευτής, επαγγελματίας χορεύτρια

επαγγελματίας πυγμάχος

έμπειρος επαγγελματίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ιστορικό απασχόλησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εργασιακό ήθος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele tem uma ética profissional muito forte, às vezes em detrimento da sua família.
Έχει πολύ ανεπτυγμένο εργασιακό ήθος, το οποίο κάποιες φορές είναι επιζήμιο για την οικογενειακή του ζωή.

επαγγελματικός στόχος

επαγγελματικός στόχος

αλλαγή σταδιοδρομίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επαγγελματίας υγείας

(profissional médico capacitado)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

επαγγελματικό ενδιαφέρον

(assunto de interesse para alguém em um trabalho específico)

επαγγελματική ενασχόληση

(emprego de alta qualificação)

δείγμα δουλειάς

substantivo masculino (álbum de trabalhos realizados)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επαγγελματικό ιστορικό

(histórico de performance em uma carreira)

επαγγελματική σχέση

(interação com colegas ou companheiros de trabalho)

επαγγελματικό πτυχίο

substantivo feminino (educação continuada: qualificação profissional)

επαγγελματική αποκατάσταση

(auxílio às pessoas portadoras de necessidades especiais nas carreiras)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κόσμος της εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επαγγελματίας αθλητής, επαγγελματίας αθλήτρια

επαγγελματική κίνηση

εργασιακή εμπειρία

Para se candidatar à vaga, por favor forneça uma descrição detalhada da sua experiência profissional.
Για να υποβάλετε αίτηση για τη θέση, παρακαλώ περιγράψτε αναλυτικά την εργασιακή εμπειρία σας.

άτομο που ασχολείται με το μάρκετινγκ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ικανοποίηση από την εργασία

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργασιακό περιβάλλον

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του profissional στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.