Τι σημαίνει το prueba στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prueba στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prueba στο ισπανικά.

Η λέξη prueba στο ισπανικά σημαίνει δοκιμάζω, προσπαθώ, δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ, δοκιμάζω, κάνω δοκιμές, αποδεικνύω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, ελέγχω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, ελέγχω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, δοκιμάζω, γεύομαι, δοκιμάζω, δοκιμάζω, Απόδειξέ το!, αποδεικνύω, κάνω μια προσπάθεια σε κτ, δοκιμάζω, υποδεικνύω, φανερώνω, αποδεικνύω, προσπάθεια, δοκιμή, αποδεικνύω, ελέγχω, επαληθεύω, διαγώνισμα, πάλη, τεκμήριο, δοκιμαστικό, αποδεικτικό στοιχείο, στοιχεία αστυνομίας, δοκιμή, απόδειξη, απόδειξη, κατάδειξη, δοκιμή, πρόβα, δοκιμασία, πληροφορία, προκριματικά, δοκιμή, απόδειξη, εξέταση, δοκιμασία, δοκιμή, στοιχείο, εξετάσεις, σύμβολο, δείγμα, πείραμα, τεστ, δοκιμή, πείραμα, προσπάθεια, γεύση, δείγμα, σημάδι, ακρόαση, προσπαθώ, δοκιμάζω, μπαίνω, πειραματίζομαι, αδοκίμαστος, απείραχτος, ανέγγιχτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prueba

δοκιμάζω, προσπαθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ni siquiera he visto nunca la nieve, pero creo que podré probar hacer un poco de snowboard en pistas fáciles.

δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No puedo terminar este crucigrama, ¿quieres probar tú?
Δεν μπορώ να τελειώσω το σταυρόλεξο. Θες να δοκιμάσεις εσύ τις δυνάμεις σου;

δοκιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω δοκιμές

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estaba probando si podía hacer funcionar la cámara web.

αποδεικνύω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El científico trató de probar su teoría.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν κατάφερα να επαληθεύσω τους υπολογισμούς του ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que voy a probar este nuevo pulidor de pisos.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No digas que no te gusta si ni siquiera lo has probado.
Μην λες ότι δεν σου αρέσει εάν δεν το έχεις δοκιμάσει καν.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No digas que no te gusta el sushi si ni siquiera lo has probado.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El vendedor nos dejó probar la bicicleta antes de decidir si comprarla o no.
Ο πωλητής μας άφησε να δοκιμάσουμε το ποδήλατο πριν αποφασίσουμε εάν θα το αγοράσουμε.

ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los sensores probarán la fuerza de las fibras.
Οι αισθητήρες θα ελέγξουν την αντοχή των ινών.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puede probar los palos de golf antes de comprarlos.
Μπορείς να δοκιμάσεις αυτά τα μπαστούνια του γκολφ πριν τα αγοράσεις.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Probó las espinacas una vez y no le gustaron.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Γιατί δε δοκιμάζεις τη νόστιμη σαλάτα King Crab;

δοκιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pruébalo antes de decidir si es difícil.
Προσπάθησέ το πριν αποφασίσεις αν είναι δύσκολο.

ελέγχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quiero probar el programa hoy para ver si funciona.
Θέλω να ελέγξω το πρόγραμμα για να δω αν δουλεύει.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Están probando un nuevo fármaco contra el cáncer.
Δοκιμάζουν ένα καινούριο φάρμακο κατά του καρκίνου.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Te gustaría probar mi pasta?
Θέλεις να δοκιμάσεις τα ζυμαρικά μου;

κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα

(δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aunque Brian nunca había hecho kayak antes, un día le dio por probarlo.
Αν και ο Μπράιαν δεν είχε κάνει ποτέ καγιάκ, ξαφνικά αποφάσισε να κάνει μια δοκιμή.

δοκιμάζω, γεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me gustaría probar un poquito de su estilo de vida.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No comí nada en la fiesta, solo probé unas cuantas cosas.

δοκιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Probó la comida, pero no compró nada.

Απόδειξέ το!

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry dijo que era un buen cocinero, y que para demostrarlo, nos prepararía una comida.

κάνω μια προσπάθεια σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Intentó tener éxito en las audiciones, pero falló.

δοκιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Alguna vez intentaste hacer bungee jumping?

υποδεικνύω, φανερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las cartas personales de la emperatriz demostraron su renuencia a gobernar.

αποδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esto evidencia que realmente lo hizo.
Αυτό αποδεικνύει ότι πράγματι το έκανε.

προσπάθεια, δοκιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Puedo hacer un intento?

αποδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este experimento demuestra que el alcohol daña el organismo.

ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se imprimieron las primeras páginas para verificar el texto.

επαληθεύω

(ciencia, teoría)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El científico corroboró el experimento repitiéndolo y logrando los mismos resultados.

διαγώνισμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hoy tengo una prueba de alemán y espero sacar buena nota.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σήμερα έχω τεστ στα γερμανικά, κι ελπίζω να πάρω καλό βαθμό.

πάλη

nombre femenino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El maratón fue una auténtica prueba para mí pero pude llegar hasta el final.
Ο μαραθώνιος ήταν αγώνας για μένα, αλλά τερμάτισα.

τεκμήριο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Él tenía una pistola humeante en su mano, esa es toda la prueba que necesito.
Κρατούσε ακόμη όπλο που μόλις είχε εκπυρσοκροτήσει, δε χρειάζομαι άλλα πειστήρια.

δοκιμαστικό

nombre femenino (deportes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Charlie está practicando para las pruebas de fútbol.

αποδεικτικό στοιχείο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La policía fue incapaz de descubrir la prueba que necesitaba para condenarlo.

στοιχεία αστυνομίας

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dejó pruebas por todo el escenario del crimen.

δοκιμή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los científicos van a hacer sus pruebas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πήγα στο γιατρό για να κάνω μια εξέταση αίματος.

απόδειξη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La forma en que bailaba era prueba de que él no tenía sentido de ritmo.
Ο τρόπος που χόρευε ήταν απόδειξη ότι δεν είχε καθόλου αίσθηση του ρυθμού.

απόδειξη, κατάδειξη

nombre femenino (διαδικασία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δοκιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los científicos planean hacer una última prueba en el cohete a fin de mes.
Οι επιστήμονες σκοπεύουν να κάνουν μια τελευταία δοκιμή του πυραύλου στο τέλος του μήνα.

πρόβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A Sarah le están haciendo su vestido de novia a medida y tiene una prueba la próxima semana.
Η Σάρα φτιάχνει το νυφικό της κατά παραγγελία και έχει πρόβα την επόμενη εβδομάδα.

δοκιμασία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los soldados pronto se enfrentarán con su primera prueba de combate.

πληροφορία

(usualmente plural)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La policía está buscando pruebas que pudieran llevar a su captura.
Η αστυνομία αναζητά στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη σύλληψή του.

προκριματικά

(για συμμετοχή σε αγώνες)

Las pruebas contrarreloj determinan quién compite en la carrera final.
Οι προκριματικοί αγώνες καθορίζουν ποιος θα αγωνιστεί στον τελικό.

δοκιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El producto fue objeto de prueba antes de que se aprobara la venta.
Το προϊόν υπόκειτο σε δοκιμή πριν εγκριθεί για πώληση.

απόδειξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los ejemplos del filósofo fueron una prueba convincente de su teoría.

εξέταση

nombre femenino (examen)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo que pasar dos pruebas más y ¡por fin se terminan los exámenes!
Έχω να γράψω άλλα δύο διαγωνίσματα και μετά τελειώνω με τις εξετάσεις μου!

δοκιμασία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La prueba de nuestra valentía está en enfrentar nuestros peores temores.

δοκιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Haremos una prueba para ver si el plan funciona, y si funciona, lo haremos a nivel nacional.

στοιχείο

(υπαινιγμός, απόδειξη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El investigador buscaba pistas.
Ο ντέντεκτιβ έψαξε για στοιχεία.

εξετάσεις

(τελικές)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El examen de álgebra fue difícil.
Μας έκανε απροειδοποίητο διαγώνισμα Ιστορίας.

σύμβολο, δείγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La pareja intercambió anillos como símbolo de su amor.
Το ζευγάρι αντάλλαξε δαχτυλίδια ως σύμβολο της αγάπης του.

πείραμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La casa fue construida como experimento para ver si vivir de manera ecológica era realmente posible.
Το σπίτι χτίστηκε ως δοκιμή για να διαπιστωθεί αν το να ζει κανείς οικολογικά ήταν πράγματι εφικτό.

τεστ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Mañana habrá un examen sobre lo que estuvieron aprendiendo durante este semestre.
Αύριο θα γράψετε διαγώνισμα πάνω σε όσα μάθατε αυτό το εξάμηνο.

δοκιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El ensayo clínico del medicamento duró tres años antes de que fuera aprobado.
Η δοκιμή του φαρμάκου διήρκεσε τρία χρόνια μέχρι να εγκριθεί.

πείραμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No he probado esta receta antes, así que es un experimento; no sé cómo saldrá.
Δεν έχω δοκιμάσει αυτή τη συνταγή, οπότε αποτελεί πείραμα. Δεν είμαι σίγουρη για το πως θα βγει.

προσπάθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fue a Hollywood a hacer un intento en actuación.

γεύση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me gustaría darte una muestra de cómo se siente manejar este auto.

δείγμα, σημάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La honestidad del joven al señalar el error fue interpretada como evidencia de su buen carácter y disposición.

ακρόαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las audiciones para la obra serán el sábado por la tarde.
Οι οντισιόν για το θεατρικό έργο θα διεξαχθούν το απόγευμα του Σαββάτου.

προσπαθώ, δοκιμάζω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Intenta poner la música a un volumen suave, y tal vez escuches los violines en el fondo.
Προσπάθησε να παίξεις τη μουσικά χαμηλά και μπορεί να ακούσεις την υπόκρουση από βιολιά.

μπαίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Juana quiere iniciarse en marketing digital para mejorar sus oportunidades laborales.
Η Τζοάνα θέλει να μπει στον χώρο του ψηφιακού μάρκετινγκ για να δώσει ώθηση στην καριέρα της.

πειραματίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Glenn le gusta experimentar en la cocina.
Στον Γκλεν αρέσει να πειραματίζεται στην κουζίνα.

αδοκίμαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απείραχτος, ανέγγιχτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prueba στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.