Τι σημαίνει το quitte στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quitte στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quitte στο Γαλλικά.

Η λέξη quitte στο Γαλλικά σημαίνει πάτσι, πάτσι, πάτσι, ισοπαλία, φεύγω από κτ, φεύγω τρέχοντας από κτ, αποχωρίζομαι, αφήνω, τα παρατάω, εγκαταλείπω, παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, φεύγω, φεύγω από κτ, αφήνω, βγαίνω, διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφω, φεύγω, αποχωρώ, απομακρύνομαι από κπ/κτ, βγαίνω, αναχωρώ από κτ, φεύγω, κλείνω, αποσύρομαι από κτ, μακριά, αποχωρώ, φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ, αφήνω, εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ, βγαίνω από κτ, εμφανίζομαι, φανερώνομαι, αποχαιρετώ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, αποσχίζομαι από κπ/κτ, εγκαταλείπω, αφήνω, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, βγαίνω, βγαίνω, εκκενώνω, Αντίο για τώρα, κπ που εγκαταλείπει κτ, είμαστε πάτσι, εξερχόμενος, αποφασιστικής σημασίας, καθοριστικής σημασίας, πάτσι, γονέας που τα παιδιά του μεγάλωσαν κι έφυγαν από το σπίτι, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quitte

πάτσι

adjectif (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Une fois que tu m'auras fait ce paiement, nous serons quittes.
Όταν πληρώσεις αυτά τα χρήματα θα είμαστε πάτσι.

πάτσι

adjectif (familier) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je t'ai frappé une fois. Tu m'as rendu le coup. Je pense que nous sommes quittes maintenant.

πάτσι

adjectif (familier : sans dettes) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Voilà ton argent. Nous sommes quittes maintenant, hein ?
Ορίστε τα χρήματά σου. Είμαστε πάτσι τώρα;

ισοπαλία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φεύγω από κτ

Lucy a quitté l'entretien en sentant qu'elle avait de bonnes chances de décrocher le travail.

φεύγω τρέχοντας από κτ

verbe transitif (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποχωρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La jeune femme a quitté ses parents et s'est lancée dans le monde.

αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα παρατάω, εγκαταλείπω

verbe transitif (ΗΒ, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ali a l'intention de quitter son boulot dès qu'il aura obtenu sa maîtrise de lettres.

παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a quitté son rôle de soutien de famille au retour de son conjoint.

φεύγω

(από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon propriétaire m'a donné une semaine pour quitter mon appartement.
Ο σπιτονοικοκύρης μου έδωσε μια βδομάδα για να φύγω από το διαμέρισμα.

φεύγω από κτ

Je vais quitter cette ville cet après-midi à trois heures.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μετά την προσβολή που υπέστη, ο ομιλητής αποχώρησε από την εκπομπή.

αφήνω

verbe transitif (un poste)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Watson a quitté son poste de maire.

βγαίνω

verbe transitif (la route)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons quitté la route principale pour rouler dans la campagne.
Βγήκαμε από τον κεντρικό δρόμο και οδηγήσαμε προς την εξοχή.

διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai quitté la ville et je me suis tourné vers de nouveaux horizons.
Απομακρύνθηκα από την πόλη και κάρφωσα το βλέμμα μου στον ορίζοντα.

φεύγω, αποχωρώ

verbe transitif (un endroit) (από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depuis qu'il a quitté le pays il y a dix ans, il n'est jamais revenu.
Αφότου έφυγε από τη χώρα, πριν από δέκα χρόνια, δεν έχει ξαναγυρίσει.

απομακρύνομαι από κπ/κτ

verbe transitif

βγαίνω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a quitté l'appartement, en emportant les clés. Plutôt que de crier, elle a décidé de quitter le bureau sans dire un mot.
Βγήκε από το διαμέρισμα με τα κλειδιά στο χέρι. Αντί να φωνάζει αποφάσισε να βγει από το γραφείο σιωπηλά.

αναχωρώ από κτ

verbe transitif (μέσο μεταφοράς)

Le train quitte New York à 15 h 15.
Το τρένο αυτό αναχωρεί από τη Νέα Υόρκη στις 3:15 μ.μ.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a quitté la ville la semaine dernière. Il ne reste jamais longtemps au même endroit.

κλείνω

(Informatique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quittez Word avant d'éteindre votre ordinateur.
Κλείστε το Word πριν απενεργοποιήσετε τον υπολογιστή σας.

αποσύρομαι από κτ

verbe transitif

Si tu ne te sens pas bien, tu peux simplement quitter la table.

μακριά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il s'est enfui se réfugier dans la forêt pour échapper à la police. Elle est partie sans nous dire où elle allait.

αποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les membres du groupe sont partis un par un jusqu'à ce qu'il ne reste que Nelson.
Ένα ένα τα μέλη της ομάδας αποχώρησαν μέχρι που είχε μείνει μόνο ο Νέλσον.

φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ

(un travail, sa famille) (μεταφορικά)

Ο παίκτης αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε πρόθεση να σπάσει το συμβόλαιο.

αφήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marion a quitté son poste de directrice des finances parce qu'elle n'aimait plus travailler avec un tel degré de pression.
Η Μάριον παραιτήθηκε από τη θέση της ως διευθύντρια οικονομικών διότι δεν της άρεσε πια να εργάζεται σε μια δουλειά με τόση πίεση.

εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son petit ami l'a quittée quand il s'est aperçu qu'elle était enceinte d'un autre homme. Julie a quitté son mari quand les choses sont devenues difficiles.
Ο φίλος της την εγκατέλειψε (or: παράτησε) όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος από άλλον άντρα. Παράτησε τη γυναίκα του όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα.

βγαίνω από κτ

(κυριολεκτικά)

Il est sorti de l'ascenseur et s'est engagé dans le couloir.

εμφανίζομαι, φανερώνομαι

(κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les ours sortent généralement d'hibernation au printemps.
Οι αρκούδες γενικά βγαίνουν από τη χειμερία νάρκη την άνοιξη.

αποχαιρετώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En 1860, mon arrière-grand-père a dit adieu à (or: a quitté) la Pologne et a émigré en Afrique du Sud.

απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ

αποσχίζομαι από κπ/κτ

Αρκετοί αριστεροί πολιτικοί αποσχίστηκαν από το κόμμα για να σχηματίσουν ένα νέο.

εγκαταλείπω, αφήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La famille a quitté sa maison et est partie à la campagne.
Η οικογένεια εγκατέλειψε το σπίτι της κι έφυγε από τη χώρα.

αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ

Ça fait du bien de quitter Londres de temps en temps.

βγαίνω

(από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si vous entendez l'alarme à incendie, merci de sortir de (or: de quitter) l'immeuble dans le calme.
Αν ακούσετε τον συναγερμό πυρκαγιάς παρακαλώ εξέλθετε του κτιρίου με τάξη.

βγαίνω

(από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel a dit au chef ce qu'elle pensait de lui et est sortie de (or: a quitté) la pièce.

εκκενώνω

verbe transitif (un bâtiment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il y a eu une alarme incendie et tout le monde a dû évacuer (or: quitter) le bâtiment.

Αντίο για τώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κπ που εγκαταλείπει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαστε πάτσι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξερχόμενος

(train,...) (επίσημο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Ce train est en partance pour Londres.
Το τρένο που αναχωρεί έχει ως προορισμό το Λονδίνο.

αποφασιστικής σημασίας, καθοριστικής σημασίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Είναι καθοριστικής σημασίας περίοδος για το κατάστημα, μετά από δύο χρόνια μειώσεων του αριθμού των πωλήσεων.

πάτσι

locution verbale (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Voici l'argent que je te devais : nous sommes quittes maintenant.
Ορίστε τα χρήματα που σου χρωστάω. Είμαστε πάτσι τώρα.

γονέας που τα παιδιά του μεγάλωσαν κι έφυγαν από το σπίτι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

adjectif (ne plus être redevable)

Je t'ai remboursé, nous sommes quittes.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quitte στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του quitte

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.