Τι σημαίνει το rearing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rearing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rearing στο Αγγλικά.

Η λέξη rearing στο Αγγλικά σημαίνει ανατροφή, εκτροφή, που σηκώνεται στα πίσω πόδια, πίσω, πίσω μέρος, πίσω μέρος, ανατρέφω, εκτρέφω, οπίσθια, τα μετόπισθεν, σηκώνομαι στα πίσω πόδια, ανατροφή των παιδιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rearing

ανατροφή

noun (raising children)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rearing of children is the responsibility of both parents.

εκτροφή

noun (farming animals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The farm's main activity is the rearing of cattle.

που σηκώνεται στα πίσω πόδια

adjective (horse: rising up) (άλογο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The rearing horse caused the rider to fall off.

πίσω

adjective (at the back)

Peter put his shopping bags on the rear seat of the car.
Ο Πίτερ έβαλε τις τσάντες με τα ψώνια στην πίσω θέση του αυτοκινήτου.

πίσω μέρος

noun (section in back)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The rear of the room was piled high with chairs.
Στο πίσω μέρος του δωματίου υπήρχαν μεγάλες στοίβες από καρέκλες.

πίσω μέρος

noun (area behind)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Tom and Linda have a woodpile at the rear of their house.
Ο Τομ και η Λίντα έχουν έναν σωρό από καυσόξυλα στο πίσω μέρος του σπιτιού τους.

ανατρέφω

transitive verb (raise children)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chris and Margaret reared their kids to respect others.
Ο Κρις και η Μάργκαρετ ανέθρεψαν (or: μεγάλωσαν) τα παιδιά τους διδάσκοντάς τους να σέβονται τους άλλους.

εκτρέφω

transitive verb (raise animals)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack rears cattle on his farm.
Ο Τζακ εκτρέφει βοοειδή στο αγρόκτημά του.

οπίσθια

noun (buttocks)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Olivia hates it when men look at her rear.

τα μετόπισθεν

noun (military: away from fighting)

Carl was relieved to learn that his son's squadron was in the rear.

σηκώνομαι στα πίσω πόδια

intransitive verb (horse: rear up, rise on hind legs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janet was thrown when her horse reared.

ανατροφή των παιδιών

noun (parenting, raising of offspring)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Child rearing doesn't end when the children become adults, it just changes form.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rearing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rearing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.