Τι σημαίνει το réservé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης réservé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του réservé στο Γαλλικά.

Η λέξη réservé στο Γαλλικά σημαίνει κρατημένος, κλεισμένος, επιφύλαξη, αποκλειστικός τομέας, επιφυλακτικότητα, αποκλειστικός τομέας, εφεδρεία, απόθεμα, αποθεματικό, μαζεμένος, έχει γίνει κράτηση, απόθεμα, καταφύγιο θηραμάτων, καταφύγιο άγριας ζωής, αποθήκη, αποθηκευτικός χώρος, που κρατά τα προσωπικά του για τον εαυτό του, κλειστός, κουμπωμένος, απόθεμα, αοριστία, βαρετός, αποθήκη, απόθεμα, ήσυχος, εφόδιο, προϋπόθεση, σεμνός, συνεσταλμένος, φρόνιμος, επιφυλακτικότητα, διστακτικότητα, συστολή, πολιτοφυλακή, έλλειψη εγκαρδιότητας, αποθήκη, απόμακρος, συγκρατημένος, ειδικός, διαχωρισμένος, επιφυλακτικός, προσεκτικός, ντροπαλός, διστακτικός, άτολμος, απόμακρος, αναποφάσιστος, επιφυλακτικός, σεμνότυφος, επιφυλακτικός, διακριτικότητα, αποθήκη, ψυχρότητα, κάνω κράτηση, κρατάω, κρατώ, αφήνω, αναβάλλω, επιφυλάσσω, εγκαθίσταμαι, βάζω στην άκρη, κλείνω, κρατάω, κρατώ, παραγγέλνω εκ των προτέρων, ζητώ εκ των προτέρων, προορίζω κτ για συγκεκριμένο σκοπό, κάνω κράτηση, ολόψυχος, αγορά φθηνού εισιτηρίου προπληρωμένου αρκετό καιρό πριν, Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ανεπιφύλακτος, απόλυτος, άνευ όρων, μόνο για σκοπούς επίδειξης, μόνο για επίδειξη, μόνο για γυναίκες, άνευ όρων, ως απόθεμα, στο κατάστημα, δεδομένου ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, δεδομένου ότι, με την προϋπόθεση ότι/πως, υπό τον όρο ότι/πως, καπαρωμένος, καταφύγιο πουλιών, εφεδρικές μονάδες ναυτικού, αφοσίωση, καταφύγιο άγριων ζώων, συνεχής παροχή, καταφύγιο άγριας ζωής, χρηματικό πλεόνασμα προϋπολογισμού, πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων, πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων, γυναικεία δουλειά, υπερταμείο, εφεδρική μονάδα, κέρδη εις νέον, ειδικές τιμές για εταιρείες, προγραμματίζω κτ προσωρινά, ανεπιφύλακτος, αφιερωμένος, υπό την προϋπόθεση, με την προϋπόθεση, καταφύγιο πουλιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης réservé

κρατημένος, κλεισμένος

adjectif (objet, place)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il y a huit tables réservés au restaurant ce soir et seulement deux sont encore libres.
Απόψε υπάρχουν οκτώ κρατημένα τραπέζια στο εστιατόριο και μόνο δύο είναι ελεύθερα.

επιφύλαξη

nom féminin (doute) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jack avait quelques réserves concernant le plan de Peter ; il n'était pas sûr que Peter y ait bien réfléchi.
Ο Τζακ είχε ορισμένους ενδοιασμούς για το σχέδιο του Πίτερ. Δεν ήταν σίγουρος ότι ο Πίτερ το είχε σκεφτεί καλά.

αποκλειστικός τομέας

nom féminin (zone)

C'est une réserve amérindienne.

επιφυλακτικότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les gens confondent souvent la réserve de Patricia avec de la froideur mais en réalité elle est très gentille lorsqu'on commence à la connaître.

αποκλειστικός τομέας

nom féminin (zone)

Les Amérindiens vivent dans une réserve.

εφεδρεία

nom féminin (armée) (στρατός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Janet n'est pas dans une zone de combat actuellement, elle a été assignée à la réserve.

απόθεμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Patrick a dû entamer sa réserve de chocolat de secours.

αποθεματικό

nom féminin (argent) (συνήθως πληθυντικός)

L'entreprise n'avait pas de réserves suffisantes pour couvrir ses dépenses.

μαζεμένος

adjectif (personne) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il est assez réservé jusqu'à ce qu'on le connaisse. Après, il ne s'arrête plus de parler.
Είναι αρκετά κλειστός μέχρι να σε γνωρίσει. Μετά μιλά ασταμάτητα.

έχει γίνει κράτηση

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tout est prêt pour le mariage, la salle de réception est réservée.
New: Δυστυχώς, δεν μπορούμε να κάνουμε τη δεξίωση στο εστιατόριο που θέλαμε γιατί είναι ήδη κλεισμένο.

απόθεμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu te fais une réserve d'argent pour notre voyage ?
Κάνεις κομπόδεμα για το ταξίδι μας;

καταφύγιο θηραμάτων, καταφύγιο άγριας ζωής

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αποθήκη, αποθηκευτικός χώρος

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le bois est stocké dans la réserve de l'atelier.

που κρατά τα προσωπικά του για τον εαυτό του

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλειστός, κουμπωμένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mon patron est très réservé concernant sa vie privée.

απόθεμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous gardons notre réserve de piles au sous-sol.
Φυλάμε το απόθεμα μπαταριών μας στο υπόγειο.

αοριστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βαρετός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le nouveau type au travail semble un peu réservé.

αποθήκη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous gardons la réserve de cartons au sous-sol.
Αγόρασαν μια γάτα για να πιάνει τα ποντίκια που κατάφερναν συνεχώς να τρυπώσουν στην αποθήκη με τα δημητριακά.

απόθεμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Où est-ce que tu gardes ta réserve de chocolat ?

ήσυχος

(personne) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sam est un homme réservé.
Ο Σαμ είναι ένας ήσυχος άνθρωπος.

εφόδιο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons une réserve de trois mois de thon à manger.
Έχουμε εφόδια τόνου για τρεις μήνες.

προϋπόθεση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je suis d'accord avec vous, mais avec une réserve.
Θα συμφωνήσω μαζί σου, αλλά με μία προϋπόθεση.

σεμνός, συνεσταλμένος, φρόνιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le garçon est assez réservé en présence d'adultes.

επιφυλακτικότητα, διστακτικότητα, συστολή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολιτοφυλακή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La milice a repris contrôle du sud de la ville.
Η πολιτοφυλακή ανέκτησε τον έλεγχο του νότιου τμήματος της πόλης.

έλλειψη εγκαρδιότητας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αποθήκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόμακρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'attitude distante de Tia la démarquait de ses camarades.
Η απόμακρη στάση της Τία την απομάκρυνε από τους συμμαθητές της.

συγκρατημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ειδικός

adjectif (pour un usage spécial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les artistes doivent utiliser l'entrée dédiée derrière le théâtre.
Οι ηθοποιοί πρέπει να χρησιμοποιούν την ειδική είσοδο πίσω από το θέατρο.

διαχωρισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'Afrique du Sud a été une société séparée (or: réservée) jusqu'aux années 90.
Η Νότια Αφρική ήταν μια φυλετικά διαχωρισμένη κοινωνία μέχρι τη δεκαετία του 1990.

επιφυλακτικός, προσεκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ντροπαλός, διστακτικός, άτολμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bien que Stan ait été un enfant réservé (or: timide), il est sûr de lui et sympathique à l'âge adulte.

απόμακρος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gwen semble froide mais c'est juste de la timidité.

αναποφάσιστος, επιφυλακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σεμνότυφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιφυλακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διακριτικότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben devait tout d'abord croire en la discrétion de son chef avant de lui confier ses problèmes personnels.
Ο Μπεν έπρεπε να εμπιστευτεί τη διακριτικότητα της αφεντικίνας του όταν της εκμυστηρεύτηκε τα προσωπικά του προβλήματα.

αποθήκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψυχρότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω κράτηση

verbe transitif (σε/για κτ ή με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Malcolm a réservé une chambre avec vue sur la mer pour son séjour.
Ο Μάλκολμ έχει κλείσει (or: κρατήσει) ένα δωμάτιο με θέα στη θάλασσα για τη διαμονή του.

κρατάω, κρατώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina a réservé un siège pour son ami.
Η Τίνα κράτησε θέση για τον φίλο της.

αφήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill a classé son travail en tâches qu'il lui fallait faire tout de suite en en tâches qu'il pouvait réserver pour plus tard.
Ο Μπιλ χώρισε τη δουλειά του σε πράγματα που έπρεπε να κάνει αμέσως και σε πράγματα που μπορούσε να αφήσει για αργότερα.

αναβάλλω

verbe transitif (son jugement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerald n'était pas certain d'aimer le chanteur mais a décidé de réserver son jugement jusqu'à la fin de la chanson.

επιφυλάσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Personne ne sait ce que demain nous réserve.

εγκαθίσταμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βάζω στην άκρη

(Culinaire) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Réservez le gâteau pendant que vous faites le glaçage.
Βάλε την τούρτα στην άκρη για να φτιάξουμε την επικάλυψη.

κλείνω, κρατάω, κρατώ

verbe transitif (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous allons réserver des billets pour le premier vol.
Θα κάνουμε κράτηση στην πρωινή πτήση.

παραγγέλνω εκ των προτέρων, ζητώ εκ των προτέρων

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προορίζω κτ για συγκεκριμένο σκοπό

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le comité a-t-il des fonds qu'il n'a pas encore affecté (or: assigné) ?

κάνω κράτηση

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'agence a réservé pour les vacances de la famille Smith.

ολόψυχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγορά φθηνού εισιτηρίου προπληρωμένου αρκετό καιρό πριν

(train, avion)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων

(États-Unis, anglicisme) (στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(canoë,...)

ανεπιφύλακτος, απόλυτος, άνευ όρων

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L’armée a demandé la reddition inconditionnelle des rebelles.

μόνο για σκοπούς επίδειξης, μόνο για επίδειξη

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce modèle est exclusivement réservé à la démonstration.

μόνο για γυναίκες

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άνευ όρων

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ως απόθεμα

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο κατάστημα

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεδομένου ότι, υπό την προϋπόθεση ότι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je veux bien te prêter 500 £ à condition que tu me les rendes d'ici lundi.

δεδομένου ότι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vous pouvez acheter cette maison à condition que vous vendiez d'abord la vôtre.

με την προϋπόθεση ότι/πως, υπό τον όρο ότι/πως

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καπαρωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καταφύγιο πουλιών

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εφεδρικές μονάδες ναυτικού

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αφοσίωση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταφύγιο άγριων ζώων

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συνεχής παροχή

nom féminin

καταφύγιο άγριας ζωής

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρηματικό πλεόνασμα προϋπολογισμού

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γυναικεία δουλειά

nom masculin (πιθανά προσβλητικό)

υπερταμείο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εφεδρική μονάδα

nom masculin pluriel

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Presque tous les adultes de notre village sont militaires de réserve.

κέρδη εις νέον

nom féminin (Écon)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ειδικές τιμές για εταιρείες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ils allaient me faire payer la chambre deux fois plus cher parce que j'avais oublié de demandé le tarif d'entreprise.

προγραμματίζω κτ προσωρινά

verbe transitif

ανεπιφύλακτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αφιερωμένος

(réservé à une tâche particulière) (σε κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ce musée, entièrement consacré aux antiquités, expose des sculptures et des pièces d'orfèvrerie.
Το μουσείο είναι αφιερωμένο σε αρχαιότητες και έργα αργυροχοΐας.

υπό την προϋπόθεση, με την προϋπόθεση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je viendrai te rendre visite demain à condition qu'il ne pleuve pas.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα σου δανείσω το αυτοκίνητό μου, υπό τον όρο (or: την προϋπόθεση) να μην του κάνεις ούτε γρατζουνιά.

καταφύγιο πουλιών

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του réservé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του réservé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.