Τι σημαίνει το respeito στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης respeito στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του respeito στο πορτογαλικά.

Η λέξη respeito στο πορτογαλικά σημαίνει σεβασμός, σεβασμός, σεβασμός, σεβασμός, αβρότητα, φιλοφροσύνη, εκτίμηση, υπόληψη, εκτίμηση, σέβας, αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε, αφορώ, αφορώ, για, με όλον τον σεβασμό, σε ότι αφορά, όσον αφορά, σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά, υπό αυτό το πρίσμα, μεγάλος σεβασμός, αγένεια, έλλειψη σεβασμού, αυτοσεβασμός, σχετικά, σχετικά με, έχω καλή γνώμη για κπ, αποτίω φόρο τιμής, εμπνέω σεβασμό/δέος, έχω σχέση με κτ, έλλειψη σεβασμού προς ανώτερους, μεγάλος σεβασμός για κπ, αφορώ, καταδίδω, παρουσιάζω, σκέψου καλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης respeito

σεβασμός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Trabalhamos duro para ganhar o respeito dos colegas de trabalho.
Δούλεψε σκληρά για να κερδίσει τον σεβασμό των συναδέλφων του.

σεβασμός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Por respeitar os desejos dele, eu quero ir à festa.
Από σεβασμό για τις επιθυμίες του δεν θα πάω στο πάρτι.

σεβασμός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mesmo que você não concorde com seu chefe, você tem de mostrar respeito.
Ακόμα κι αν δεν συμφωνείς με το αφεντικό σου, πρέπει να δείξεις σεβασμό.

σεβασμός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O bombeiro ganhou imenso respeito por sua bravura.
Ο πυροσβέστης κέρδισε μεγάλο σεβασμό για το θάρρος του.

αβρότητα, φιλοφροσύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκτίμηση, υπόληψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκτίμηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A estima de seus colegas é muito importante.
Ο σεβασμός των συναδέλφων σου είναι πολύ σημαντικός.

σέβας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναφορικά με, όσον αφορά, σχετικά με, σε σχέση με, πάνω σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele escreveu uma carta sobre o problema.
Έγραψε ένα γράμμα αναφορικά με το πρόβλημα.

αφορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minha questão refere-se às suas declarações recentes sobre política externa. O artigo referente a questões ambientais pode ser encontrado na página 2.
Η ερώτησή μου αφορά τις πρόσφατες δηλώσεις σας αναφορικά με την εξωτερική πολιτική. Το κείμενο που έχει να κάνει με περιβαλλοντικά θέματα βρίσκεται στη σελίδα 2.

αφορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minha apresentação é sobre os efeitos do álcool. Este livro é sobre um rei que perde sua coroa.

για

Θα ήθελα να σου μιλήσω για (or: σχετικά με) το μέλλον σου.

με όλον τον σεβασμό

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε ότι αφορά, όσον αφορά

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχετικά με, αναφορικά με, όσον αφορά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Μου αρέσει να διαβάζω, αλλά έχω πρόβλημα όσον αφορά τη μελέτη της φυσικής.

υπό αυτό το πρίσμα

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγάλος σεβασμός

αγένεια, έλλειψη σεβασμού

(discurso ou comportamento incivil)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτοσεβασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σχετικά

locução prepositiva (referente a)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eles receberam 500 cartas de reclamação a respeito das cenas violentas do drama. // Com respeito às preocupações que você expressou, posso garantir que as levaremos em consideração.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δέχτηκαν 500 επιστολές διαμαρτυρίας σχετικά με τις σκηνές βίας του έργου.

σχετικά με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω καλή γνώμη για κπ

expressão (respeitar, admirar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτίω φόρο τιμής

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπνέω σεβασμό/δέος

locução verbal (ser estimado, admirado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Os generais, devido à sua bravura e sabedoria, merecem o respeito de suas tropas.

έχω σχέση με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Suas histórias nunca parecem estar conectadas com nada no mundo real.
Οι ιστορίες του δεν σχετίζονται ποτέ με τίποτα από τον πραγματικό κόσμο.

έλλειψη σεβασμού προς ανώτερους

(não tratar uma pessoa como superior)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγάλος σεβασμός για κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έχω σε μεγάλη εκτίμηση όσους βοηθάνε τους άλλους.

αφορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esse livro lida com história.
Αυτό το βιβλίο ασχολείται με την ιστορία.

καταδίδω

expressão verbal (denunciar à polícia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linhas de denúncia permitem que as pessoas informem a respeito de traficantes anonimamente.

παρουσιάζω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέψου καλά

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του respeito στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.