Τι σημαίνει το return home στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης return home στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του return home στο Αγγλικά.

Η λέξη return home στο Αγγλικά σημαίνει επιστρέφω, επιστρέφω κτ σε κπ, επιστρέφω κτ σε κπ/κτ, επιστρέφω, επιστρέφω, επιστροφή, επανεμφάνιση, επιστροφή, επιστρέφω, της επιστροφής, απάντησης, επαναλαμβανόμενος, επιστροφής, επαναληπτικός, για επιστροφή, επιστροφή, ανταμοιβή, απάντηση, απόδοση, φορολογική δήλωση, εισιτήριο μετ' επιστροφής, στροφή, τηλεφωνώ σε κπ, περιέρχομαι στον προηγούμενο ιδιοκτήτη, επιστρέφω, επιστρέφω σε κτ, γυρνώ σε κτ, επιστρέφω, απαντάω, απαντώ, επιστρέφω, αντανακλώ, ανακλώ, αντανακλώ, ανακλώ, έχω απόδοση, εκδίδω, επιστρέφω, επανεκλέγω, ανταποδίδω, ετήσια απόδοση, μειωμένο εισιτήριο επιστροφής, σε αντάλλαγμα, σε αντάλλαγμα, για, γιατί, επειδή, κοινή φορολογική δήλωση, χωρίς γυρισμό, σημείο της μη επιστροφής, απόδοση, καλώ κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ που με πήρε, αποφαίνομαι ότι, αποφαίνομαι πως, διεύθυνση αποστολέα, επιστρέφω από, ταξίδι της επιστροφής, επαναληπτικός αγώνας, κέρδος, απόδειξη παραλαβής, ανταποδίδω τη φιλοφρόνηση, εισιτήριο επιστροφής, Επιστροφή στον αποστολέα., πεθαίνω, επιστροφή στη βάση, επιστροφή στις ρίζες, επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία, επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία, φορολογική δήλωση, ζητάω κτ ως αντάλλαγμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης return home

επιστρέφω

transitive verb (give back)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Could you return that DVD I lent you?
Μπορείς να μου επιστρέψεις το dvd που σου δάνεισα;

επιστρέφω κτ σε κπ

(give back to owner)

You should return that money to its rightful owner.

επιστρέφω κτ σε κπ/κτ

(take back)

Please ensure you return your books to the library on time.

επιστρέφω

intransitive verb (come back)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I hope he returns soon.
Ελπίζω να γυρίσει σύντομα.

επιστρέφω

(go back to) (κάπου, σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I often return to the town I grew up in.
Συχνά γυρίζω στην πόλη που μεγάλωσα.

επιστροφή

noun (act: going back to a place)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We must prepare for his return.
Πρέπει να προετοιμαστούμε για τον γυρισμό του.

επανεμφάνιση

noun (recurrence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's been unhappy since the return of her arthritis.
Η επανεμφάνιση της αρθρίτιδας της την έχει κάνει δυστυχισμένη.

επιστροφή

noun (commerce: goods)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Returns must be accompanied with a receipt.
Επιστροφές γίνονται μόνο με την προσκόμιση της απόδειξης.

επιστρέφω

transitive verb (commerce: goods)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't like these boots after all; I'm going to return them.

της επιστροφής

adjective (of a return, returning)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Save some food for the return trip.
Κράτα λίγο φαγητό για το ταξίδι της επιστροφής.

απάντησης

adjective (sent, done in return) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'll write a return letter next week.

επαναλαμβανόμενος

adjective (recurring)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
They have a return engagement on Mondays.

επιστροφής

adjective (used to return) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Then the water passes through the return pipe.
Στη συνέχεια, το νερό περνάει από το σωλήνα επιστροφής.

επαναληπτικός

adjective (sports)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They equalized during the return match.

για επιστροφή

adjective (enabling a return)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Make sure you include return postage.

επιστροφή

noun (act of restoring)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It feels like a return to normal, now that you're back.

ανταμοιβή

noun (repayment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I received no returns for my services.

απάντηση

noun (response)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had no return to her stinging attacks.

απόδοση

noun (earnings, profit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
These investments offer a considerable rate of return.

φορολογική δήλωση

noun (report, form)

Have you filled in your tax return yet?
Έχεις συμπληρώσει τη φορολογική σου δήλωση;

εισιτήριο μετ' επιστροφής

noun (UK (round-trip ticket)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I'd like two returns for London, please.

στροφή

noun (architecture: change in direction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A woman was praying on the return of the staircase.

τηλεφωνώ σε κπ

verbal expression (phone [sb] back)

Can I return your call when I'm less busy?
Μπορώ να σε πάρω πίσω όταν θα έχω λιγότερη δουλειά;

περιέρχομαι στον προηγούμενο ιδιοκτήτη

intransitive verb (revert to prior owner)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At the expiration of the lease, the landlord will regain full rights, as ownership returns.

επιστρέφω

intransitive verb (recur)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My nightmares are returning over and over again.

επιστρέφω σε κτ, γυρνώ σε κτ

(revert to: earlier condition)

After eating dinner, I returned to my studies.
Μετά το βραδυνό επέστρεψα στη μελέτη μου.

επιστρέφω

(subject: go back to) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's return to the subject we touched upon earlier.

απαντάω, απαντώ

transitive verb (retort) (κάτι, ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's not over yet, he returned.

επιστρέφω

transitive verb (put back) (κάτι, κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Return all books to the appropriate place on the shelf.

αντανακλώ, ανακλώ

transitive verb (reverberate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tunnel returned the sound of the car's engine.

αντανακλώ, ανακλώ

transitive verb (reflect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lake surface returned her image.

έχω απόδοση

transitive verb (finance: earn)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
It's an investment that returns at least 7%.

εκδίδω

transitive verb (law: verdict)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jury returned a verdict of not guilty.

επιστρέφω

transitive verb (ball: hit back)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The champion smashed the ball, but the challenger managed to return it.

επανεκλέγω

transitive verb (official: re-elect) (κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was returned to office with a slender majority.
Επανεξελέγει με οριακή πλειοψηφία.

ανταποδίδω

transitive verb (feelings: reciprocate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was never able to return his love.

ετήσια απόδοση

noun (profit or loss made over a year) (λογιστική)

μειωμένο εισιτήριο επιστροφής

noun (UK (type of train ticket) (για τρένο, την ίδια μέρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε αντάλλαγμα

preposition (in exchange)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Watch my kids for me today and in return, I will watch yours tomorrow.
Πρόσεξε τα παιδιά μου σήμερα και σε αντάλλαγμα θα προσέξω τα δικά σου αύριο.

σε αντάλλαγμα

adverb (as payment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You're always buying me lunch – just this once let me buy you a meal in return.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια που του πρόσφερα με κέρασε ένα ποτό.

για

preposition (in exchange, as payment)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He bought me dinner in return for the favour I did him.

γιατί, επειδή

preposition (in exchange, as payment)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
I cooked her a meal in return for looking after the kids while I was shopping.
Της μαγείρεψα φαγητό γιατί πρόσεχε τα παιδιά όσο ήμουν για ψώνια.

κοινή φορολογική δήλωση

noun (finance: with partner)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χωρίς γυρισμό

expression (not going to come back)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He has left this country, never to return. Her son went to war, never to return.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι καλές μέρες έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.

σημείο της μη επιστροφής

noun (point when one becomes committed to [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As he got into the car he realised he'd passed the point of no return.

απόδοση

noun (investment income)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλώ κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ που με πήρε

verbal expression (phone [sb] back)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll catch up with you later, I have to return a call before I go.

αποφαίνομαι ότι, αποφαίνομαι πως

verbal expression (jury: decide if guilty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After much deliberation, the jury returned a verdict of not guilty.

διεύθυνση αποστολέα

noun (postal address of sender)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't forget to put your return address on the back of the parcel.
Μην ξεχάσεις να γράψεις τη διεύθυνση αποστολέα στο πίσω μέρος του δέματος.

επιστρέφω από

(come back from)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I returned from my vacation, I had a serious sun burn. When you return from the store, can we go to the movies?
Όταν επέστρεψα από τις διακοπές μου είχα ένα σοβαρά έγκαυμα.

ταξίδι της επιστροφής

noun (trip back from a place)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επαναληπτικός αγώνας

noun (sport: second game between same teams)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We were beaten 5-0 in the first game, so let's hope we do better in the return match.

κέρδος

noun (profit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is the best way to maximize your return on investment.

απόδειξη παραλαβής

noun (document signed on receiving mail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανταποδίδω τη φιλοφρόνηση

verbal expression (repay [sb]'s kindness with a kind act)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εισιτήριο επιστροφής

noun (entitlement to make a round trip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Would you like a single or return ticket, sir?

Επιστροφή στον αποστολέα.

expression (written (letter or parcel: undeliverable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεθαίνω

verbal expression (die and be buried)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστροφή στη βάση

verbal expression (figurative (come back home) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I was travelling the world for the last nine years but now I've returned to the fold.
Ταξίδεψα τον κόσμο για εννέα χρόνια και τώρα έχω επιστρέψει στη βάση μου.

επιστροφή στις ρίζες

noun (revisiting the origins of [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
This novel is a return to the roots of the genre.

επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία

verbal expression (go back to one's job after a holiday)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία

verbal expression (go back into employment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My sister retired three years ago, but she has returned to work.

φορολογική δήλωση

noun (form declaring income)

Please fill out your tax return, reporting your income for the 2008 financial year.
Παρακαλώ συμπληρώστε τη φορολογική σας δήλωση αναφέροντας το εισόδημά σας για το οικονομικό έτος 2008.

ζητάω κτ ως αντάλλαγμα

verbal expression (seek exchange)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I do this favor for you, I may want something in return.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του return home στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του return home

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.