Τι σημαίνει το rewarding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rewarding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rewarding στο Αγγλικά.

Η λέξη rewarding στο Αγγλικά σημαίνει που επιβραβεύει, που προσφέρει επιβράβευση, που προσφέρει ικανοποίηση, αμοιβή, αποζημίωση, βραβείο, έπαθλο, βραβείο, έπαθλο, επιβράβευση, ανταμοιβή, αμοιβή, αμοιβή, συναισθηματική ανταμοιβή, ανταμείβω, ανταμείβω, ανταμείβω, ανταμείβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rewarding

που επιβραβεύει, που προσφέρει επιβράβευση, που προσφέρει ικανοποίηση

adjective (satisfying)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Teaching is hard work, but it's rewarding.
Η διδασκαλία είναι δύσκολη δουλειά, όμως προσφέρει ικανοποίηση.

αμοιβή, αποζημίωση

noun (compensation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He works hard for little reward.
Δουλεύει σκληρά και η ανταμοιβή είναι μικρή.

βραβείο, έπαθλο

noun (prize)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The puppy expects a reward when it performs a trick.
Το κουτάβι περιμένει να λάβει κάποια ανταμοιβή όταν κάνει ένα κόλπο.

βραβείο, έπαθλο

noun (prize for [sth]) (για κάτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The soccer team received trophies as rewards for winning the tournament.
Η ποδοσφαιρική ομάδα έλαβε τρόπαια ως έπαθλα για τη νίκη της στο τουρνουά.

επιβράβευση, ανταμοιβή

noun (prize for doing [sth]) (για κάτι που έκανα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I sat down with a cup of tea and a chocolate biscuit as a reward for doing all the housework.
Έκανα όλες τις δουλειές του σπιτιού και ως επιβράβευση χαλάρωσα με μια κούπα τσάι και ένα μπισκότο σοκολάτα.

αμοιβή

noun (financial recompense)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company offers generous rewards for employees who perform well.
Η εταιρεία προσφέρει γενναιόδωρες αμοιβές στους υπαλλήλους που έχουν καλές επιδόσεις.

αμοιβή

noun (financial prize)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Police offered a reward for the outlaw's capture.
Η αστυνομία προσέφερε αμοιβή για τη σύλληψη του εγκληματία.

συναισθηματική ανταμοιβή

plural noun (emotional benefits)

Teaching can be challenging, but it has its rewards.
Είναι δύσκολο να διδάσκεις, αλλά σε ανταμείβει.

ανταμείβω

transitive verb (give a gift, [sth] in return) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His boss rewarded him with a day off for his hard work.
Το αφεντικό τον αντάμειψε με ένα ρεπό για τη σκληρή δουλειά του.

ανταμείβω

verbal expression (give a gift for [sth] done) (κπ για κτ που έκανε)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The man rewarded Richard for returning his dog.

ανταμείβω

(give a gift in return for [sth]) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher rewarded the class for good behavior.

ανταμείβω

(give in return for [sth] done) (κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mrs. Jones rewarded the helpful children with chocolate cupcakes.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rewarding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rewarding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.