Τι σημαίνει το rich στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rich στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rich στο Αγγλικά.
Η λέξη rich στο Αγγλικά σημαίνει πλούσιος, οι πλούσιοι, που έχει πλούσια γεύση, πλούσιος, έντονος, εύφορος, πλούτη, περιουσία, πολύτιμος, πολυτελής, γενναίος, πλούσιος, βαθύς, πλούσιος, πλούσιος, γεμάτος νόημα, μεστός νοήματος, πλούσιος, καλός, ωραίος, παράλογος, πλούσιος, λεφτάς, ματσωμένος, ματσό, πλουτίζω, που προσφέρει γρήγορο κέρδος, σχέδιο γρήγορου πλουτισμού, γίνομαι πλούσιος, πλούσια σοδειά, πλούσιος, γόνιμο έδαφος, πάμπλουτος, ζάπλουτος, πιάνω την καλή, χτυπάω φλέβα χρυσού, πολυπλοκότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rich
πλούσιοςadjective (wealthy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The Rockefeller family is rich. Η οικογένεια Ροκφέλερ είναι πλούσια. |
οι πλούσιοιplural noun (wealthy people) Our economy would change dramatically if we'd stop letting the rich make the tax laws. Η οικονομία μας θα άλλαζε σημαντικά, εάν παύαμε να επιτρέπουμε στους πλούσιους να θεσπίζουν τους φορολογικούς νόμους. |
που έχει πλούσια γεύσηadjective (figurative (food: full of flavor) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) This dessert is rich. Αυτό το γλυκό έχει πλούσια γεύση. |
πλούσιος(figurative (abounding: in [sth]) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The jungle is rich in wildlife. Η ζούγκλα βρίθει άγριας ζωής. |
έντονοςadjective (figurative (smell: fragrant) (θετική έννοια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The perfume has a rich aroma. Το άρωμα έχει έντονη μυρωδιά. |
εύφοροςadjective (figurative (soil: nutritious) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The soil in the basin is rich. Το έδαφος στο λεκανοπέδιο είναι εύφορο. |
πλούτηplural noun (wealth) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) He daydreamed about what he would do with his riches if he won the lottery. Ονειρευόταν τι θα έκανε με τα πλούτη του, εάν κέρδιζε το λαχείο. |
περιουσίαplural noun (figurative (valuable things, people) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) They hadn't much money, but their children were their riches. |
πολύτιμοςadjective (valuable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The family has a rich collection of paintings. |
πολυτελήςadjective (figurative (elaborate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The palace has rich furnishings. |
γενναίος, πλούσιοςadjective (figurative (copious) (μεταφορικά: μεγάλος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The desserts come in rich portions. |
βαθύς, πλούσιοςadjective (figurative (color: deep) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The painting was full of rich hues. |
πλούσιοςadjective (figurative (sound: full, strong) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The bass has a rich sound. |
γεμάτος νόημα, μεστός νοήματοςadjective (figurative (art: full of meaning) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The painting transmits a rich sense of sadness. Ο πίνακας μεταδίδει ένα έντονο αίσθημα θλίψης. |
πλούσιοςadjective (figurative (fuel: strong) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The mixture in this fuel is too rich. |
καλός, ωραίοςadjective (entertaining) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He told a rich joke and everybody laughed. |
παράλογοςadjective (informal, figurative (ironic) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That's a bit rich, coming from you! Είναι παράλογο να το λες εσύ αυτό! |
πλούσιος(figurative (full of [sth]) (μεταφορικά: σε κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The Greek myths are rich in allegory. |
λεφτάς, ματσωμένος, ματσόadjective (figurative, slang (extremely wealthy) (αργκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You have to be filthy rich to own a house in that neighborhood. |
πλουτίζω(informal (become wealthy) (αποκτώ πλούτη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It's hard to get rich. |
που προσφέρει γρήγορο κέρδοςadjective (business: quick profit) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχέδιο γρήγορου πλουτισμούnoun (business: plan for quick profit) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ian lost a lot of money when he unwisely invested in a get-rich-quick scheme. |
γίνομαι πλούσιος(become wealthy, prosper) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The managers grew rich while the workers suffered. |
πλούσια σοδειάnoun (bounty) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We've had a lot of rain and a lot of sun this year, so we're promised a rich harvest. |
πλούσιοςnoun (man who is wealthy) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γόνιμο έδαφοςnoun (fertile earth) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vegetables grow better in rich soil. |
πάμπλουτος, ζάπλουτοςadjective (figurative, slang (extremely wealthy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πιάνω την καλή, χτυπάω φλέβα χρυσούverbal expression (informal (suddenly become wealthy) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολυπλοκότηταnoun (figurative (complexity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The old lady didn't go out much any more, but she enjoyed watching life's rich tapestry from a seat on her porch. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rich στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του rich
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.