Τι σημαίνει το respect στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης respect στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του respect στο Αγγλικά.
Η λέξη respect στο Αγγλικά σημαίνει σεβασμός, σεβασμός, άποψη, σεβασμός, εκτιμώ, σέβομαι, εκτιμώ, σέβομαι, εκτιμώ, σέβομαι, σέβομαι, σέβομαι, εμπνέω σεβασμό/δέος, μεγάλος σεβασμός, μεγάλος σεβασμός για κπ, από κάθε άποψη, σχετικά με, αναφορικά με, σε ότι αφορά, όσον αφορά, από αυτή την άποψη, αναφορικά με αυτό, αγένεια, έλλειψη σεβασμού, έλλειψη σεβασμού προς ανώτερους, αυτοσεβασμός, εκδηλώνω θαυμασμό/εκτίμηση για, δείχνω σεβασμό σε/προς, δείχνω σεβασμό σε/προς, δείχνω σεβασμό σε/προς, με όλον τον σεβασμό, με όλο τον σεβασμό σε κπ/κτ, με όλον τον σεβασμό, με σεβασμό, όσον αφορά κτ, χωρίς να υπολογίζω κτ, χωρίς να σκέφτομαι κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης respect
σεβασμόςnoun (esteem, admiration) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He worked hard to gain the respect of his coworkers. Δούλεψε σκληρά για να κερδίσει τον σεβασμό των συναδέλφων του. |
σεβασμόςnoun (consideration) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Out of respect for his desires, I won't go to the party. Από σεβασμό για τις επιθυμίες του δεν θα πάω στο πάρτι. |
άποψηnoun (aspect) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In which respect do you not like his personality? Από ποια άποψη δεν σου αρέσει η προσωπικότητά του; |
σεβασμόςnoun (deference) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Even if you don't agree with your boss, you have to show respect. Ακόμα κι αν δεν συμφωνείς με το αφεντικό σου, πρέπει να δείξεις σεβασμό. |
εκτιμώ, σέβομαιtransitive verb (person: esteem) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As an aspiring writer, I respect published authors. Ως επίδοξος συγγραφέας εκτιμώ (or: σέβομαι) τους συγγραφείς, των οποίων τα έργα έχουν εκδοθεί. |
εκτιμώ, σέβομαι(person: esteem, admire) (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They all respected him for his hard work. Όλοι τον υπολήπτονται για την εργατικότητά του. |
εκτιμώ, σέβομαιverbal expression (person: admire) (κπ για κάτι που έκανε) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I really respect Phoebe for volunteering at the hospital. Εκτιμώ πραγματικά τη Φοίβη που έγινε εθελόντρια στο νοσοκομείο. |
σέβομαιtransitive verb (show regard for) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He respected his wife's desire to live as an artist. Σεβάστηκε την επιθυμία της γυναίκας του να ζήσει μποέμικα. |
σέβομαιtransitive verb (not intrude into) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He never respected the privacy of his children. Ποτέ δεν σεβάστηκε την προσωπική ζωή των παιδιών του. |
εμπνέω σεβασμό/δέος(be esteemed, admired) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The generals, because of their bravery and wisdom, command respect from their troops. |
μεγάλος σεβασμόςnoun (esteem) He has always treated me with great respect. |
μεγάλος σεβασμός για κπnoun (high regard for [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I have great respect for people who help others. Έχω σε μεγάλη εκτίμηση όσους βοηθάνε τους άλλους. |
από κάθε άποψηadverb (in all ways) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) He is a gentleman in every respect. |
σχετικά με, αναφορικά μεexpression (with regard, with reference) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The plaintiff was awarded damages in respect of the costs incurred. |
σε ότι αφορά, όσον αφοράexpression (with regard to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vancouver is one of North America's most progressive cities in respect to drug policy. |
από αυτή την άποψηadverb (in terms of that) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She's kind of shy but in that respect she's no different than I am. |
αναφορικά με αυτόadverb (in terms of this) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It was a big mistake; in this respect we both agree. |
αγένεια, έλλειψη σεβασμούnoun (discourteous speech or behaviour) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You shouldn't let your children speak to you like that, it shows a lack of respect. |
έλλειψη σεβασμού προς ανώτερουςnoun (failure to treat [sb] as a superior) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As far as I am concerned everyone is equal and I won't call my boss "Sir", but some people say this shows a lack of respect. |
αυτοσεβασμόςnoun (esteem for oneself) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) People who are unemployed for a long time sometimes lose their self-respect. |
εκδηλώνω θαυμασμό/εκτίμηση για(show high regard) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It is important that hotel staff show respect when dealing with guests. |
δείχνω σεβασμό σε/προςverbal expression (show high regard) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We train all our employees to show respect for the customers. Εκπαιδεύουμε όλους τους υπαλλήλους μας να δείχνουν σεβασμό στους πελάτες. |
δείχνω σεβασμό σε/προς(be deferential) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You have to show respect when you meet members of the royal family. |
δείχνω σεβασμό σε/προςverbal expression (be deferential) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You need to show more respect to your father. Πρέπει να δείχνεις περισσότερο σεβασμό στον πατέρα σου. |
με όλον τον σεβασμόadverb (despite my regard for you) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) With all due respect, I couldn't disagree more. |
με όλο τον σεβασμό σε κπ/κτexpression (used before disagreeing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με όλον τον σεβασμόadverb (with deserved esteem) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) With due respect I have a different opinion. |
με σεβασμόadverb (respectfully) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) With respect, I think you are wrong in your argument. |
όσον αφορά κτpreposition (as regards) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) With respect to your problems, I'm afraid I can't help at all. Όσον αφορά τα προβλήματά σου φοβάμαι ότι δεν μπορώ να βοηθήσω καθόλου. |
χωρίς να υπολογίζω κτ, χωρίς να σκέφτομαι κτpreposition (with no concern for) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Millionaires can buy what they want without respect to the cost. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του respect στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του respect
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.