Τι σημαίνει το rod στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rod στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rod στο Αγγλικά.
Η λέξη rod στο Αγγλικά σημαίνει ραβδί, καλάμι, βίτσα, βέργα, ραβδίο, μονάδα μήκους, πιστόλι, διωστήρας, κουρτινόξυλο, ράβδος ραβδοσκόπου, καλάμι, γρήγορο αμάξι, αλεξικέραυνο, εξιλαστήριο θύμα, χάρακας, ράβδος μέτρησης, βάκτρο εμβόλου, μαριονέτα, συνδετήρια ράβδος, κατευθυντήρια ράβδος, κρεμάστρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rod
ραβδίnoun (stick of metal, wood) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jack used a wooden rod to knock the ball out of the tree. Ο Τζακ χρησιμοποίησε μια ξύλινη βέργα για να κατεβάσει τη μπάλα από το δέντρο. |
καλάμιnoun (fishing rod) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The angler set up his rod on the river bank. Ο ψαράς τοποθέτησε το καλάμι του στην όχθη του ποταμού. |
βίτσα, βέργαnoun (punishment: beating with stick) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Naughty children used to be given the rod at school. Παλαιότερα, έδερναν τα άτακτα παιδιά με βίτσα (or: βέργα) στο σχολείο. |
ραβδίοnoun (cell in the eye) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The rods in our eyes enable us to see color. |
μονάδα μήκουςnoun (dated (unit of linear measure) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The surveyor measured the tract of land in rods. |
πιστόλιnoun (US, slang (pistol, revolver) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The outlaw drew his rod and fired at the sheriff. |
διωστήρας(mechanics) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κουρτινόξυλοnoun (rail that curtains hang from) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ράβδος ραβδοσκόπουnoun (stick for locating water) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You'll never find water with a divining rod made of plastic! |
καλάμιnoun (rod used to catch fish) (ψαρέματος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The latest fishing rods are made of fibreglass. |
γρήγορο αμάξιnoun (slang (fast car, sports car) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We're going to go cruising in Jimmy's new hot rod. Θα κάνουμε περιπολία με το γρήγορο αμάξι του Τζίμι. |
αλεξικέραυνοnoun (electricity conductor) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) All buildings should have a lightning rod at their highest point. |
εξιλαστήριο θύμαnoun (figurative (person: attracts response) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sarah Palin is a lightning rod for controversy. Η Σάρα Πέιλιν τραβά σαν μαγνήτης τις αντιπαραθέσεις. |
χάρακας, ράβδος μέτρησηςnoun (ruler, gauge, stick for measuring) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βάκτρο εμβόλουnoun (part of a piston engine) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μαριονέταnoun (figure operated by sticks) (κολλημένη σε ράβδο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνδετήρια ράβδοςnoun (building: structural tie) |
κατευθυντήρια ράβδοςnoun (cars: part of steering system) |
κρεμάστραnoun (pole for holding towels) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rod στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του rod
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.