Τι σημαίνει το lady στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lady στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lady στο Αγγλικά.

Η λέξη lady στο Αγγλικά σημαίνει κυρία, κυρία, λαίδη, γυναικείες τουαλέτες, γυναίκα, σύζυγος, κυρά μου, άστεγη, αφεντικίνα, κυρία με γάτες, κυρία που έχει γάτες, εκλεπτυσμένη κυρία, κομψή κυρία, καθαρίστρια, σχολικός τροχονόμος, τραπεζοκόμος, πρώτη κυρία, πρώτη κυρία, μεγάλη κυρία, ερωτύλος, φιλενάδα, γυναικοκατακτητής, γόης, κυρία του σπιτιού, πεταλούδα της νύχτας, ορχιδέα παφιοπέδιλα, κυρία των τιμών, φούξια, πασχαλίτσα, μπισκότο σαβουαγιάρ, μπάμια, ερωμένη, φιλενάδα, πρώτος γυναικείος ρόλος, ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα, σύζυγος ή φιλενάδα/γκόμενα, κυρά, Παναγία, πεταλούδα, ελεύθερη, νεαρό κορίτσι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lady

κυρία

noun (polite (woman) (γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I asked the lady if I could help her carry the bags.
Ρώτησα την κυρία αν ήθελε να τη βοηθήσω να κουβαλήσει τις τσάντες.

κυρία

noun (refined woman) (έχει καλούς τρόπους)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She is a real lady. She treats everybody well.
Είναι πραγματική κυρία. Φέρεται καλά σε όλους.

λαίδη

noun (UK (royal title) (τίτλος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lady Jane Grey was Queen of England for just nine days.
Η Λαίδη Τζέιν Γκρέι έγινε Βασίλισσα της Αγγλίας για εννέα μόλις μέρες.

γυναικείες τουαλέτες

noun (women's toilets)

At intermission, there was a huge queue for the Ladies.
Στο διάλειμμα υπήρχε τεράστια ουρά στις γυναικείες τουαλέτες.

γυναίκα, σύζυγος

noun (informal (wife)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let me ask my lady if we have plans for Friday night.
Περίμενε να ρωτήσω τη γυναίκα (or: σύζυγό) μου αν έχουμε σχέδια για το βράδυ της Παρασκευής.

κυρά μου

noun (informal (impolite form of address) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Listen, lady, I was here first, so wait your turn!

άστεγη

noun (informal, potentially offensive (homeless woman: carries belongings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφεντικίνα

noun (informal (woman in charge) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κυρία με γάτες, κυρία που έχει γάτες

noun (informal, pejorative (woman: owns cats)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκλεπτυσμένη κυρία, κομψή κυρία

noun (informal (sophisticated and stylish woman)

I will miss Jessie, she was truly a classy lady.

καθαρίστρια

noun (woman: cleaner)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
How much do you pay your cleaning lady each month?

σχολικός τροχονόμος

noun (for crossing a road)

The crossing guard at this intersection is very friendly; he kids around with the children and chats with the adult pedestrians.

τραπεζοκόμος

noun (informal (woman who serves school food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρώτη κυρία

noun (wife of head of state)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The President and the First Lady will be attending the opening night of the play.

πρώτη κυρία

noun (leading female)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's more than just an actress - she's the first lady of French cinema.

μεγάλη κυρία

noun (woman: prominent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The president's wife is a great lady.

ερωτύλος

noun (informal (man: seduces women)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φιλενάδα

noun (female companion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My uncle will be bringing his new lady friend to the party.

γυναικοκατακτητής, γόης

noun (figurative, slang (seductive man) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
James had a reputation as a lady killer when he was young.

κυρία του σπιτιού

noun (dated (wife: manages home)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The telemarketer asked to speak to the lady of the house.

πεταλούδα της νύχτας

noun (euphemism (prostitute) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With her short dress, high heels and make-up she looked like a lady of the night.

ορχιδέα παφιοπέδιλα

noun (colloquial (orchid: flowering plant)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Lady slippers need shade and humidity.

κυρία των τιμών

noun (female attendant)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φούξια

noun (flowering plant: fuscia) (φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πασχαλίτσα

noun (spotted beetle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ladybugs are very beneficial in a garden.

μπισκότο σαβουαγιάρ

noun (US (small finger-shaped cake, sponge-finger)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπάμια

noun (vegetable: okra)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ερωμένη, φιλενάδα

noun (poetic or humorous (female lover, girlfriend)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρώτος γυναικείος ρόλος

noun (actress in central role) (παίζω, έχω)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Katherine Hepburn often played the leading lady in her films.

ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα

noun (elderly woman)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jim helped the old lady carry her heavy shopping bags home.

σύζυγος ή φιλενάδα/γκόμενα, κυρά

noun (informal (girlfriend, wife) (αργκό, ξεπερασμένο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My old lady will get upset if I go to the pub again tonight.

Παναγία

noun (Christianity: Virgin Mary)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

πεταλούδα

noun (variety of butterfly) (είδος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελεύθερη

noun (woman without a partner)

νεαρό κορίτσι

noun (polite (female child or youthful adult)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lady στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lady

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.