Τι σημαίνει το row στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης row στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του row στο Αγγλικά.

Η λέξη row στο Αγγλικά σημαίνει σειρά, σειρά, σειρά, καβγάς, τσακωμός, κωπηλατώ, κωπηλατώ, δρόμος, γραμμή, σειρά, φασαρία, κωπηλατώ, τσακώνομαι, μαλώνω, μεταφέρω, πηγαίνω, διαμάχη, άγριος τσακωμός, άγριος καβγάς, άγριος καυγάς, πτέρυγα μελλοθανάτων, τσακώνομαι, στη σειρά, στη σειρά, ύψος γραμμής, κατοικία που συνδέεται με άλλα σπίτια χτισμένα σε σειρά, φτωχογειτονιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης row

σειρά

noun (things in a line)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I like to plant straight rows of daffodils.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έβαλε τα μπουκάλια σε αράδα καθ' ύψος.

σειρά

noun (line of seats)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We got tickets in the fifth row.
Βρήκαμε εισιτήρια στην πέμπτη σειρά.

σειρά

noun (line of persons)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The children were sitting in rows at the front of the room.
Τα παιδιά καθόντουσαν σε σειρές στο μπροστινό τμήμα του δωματίου.

καβγάς, τσακωμός

noun (informal, UK (argument)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They stopped being friends after their row over money.
Σταμάτησαν να είναι φίλοι μετά τον καβγά (or: τσακωμό) τους για τα λεφτά.

κωπηλατώ

transitive verb (boat: propel using oars)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cox does not row the boat, but commands the crew.
Ο λέμβαρχος δεν κωπηλατεί, αλλά δίνει εντολές στο πλήρωμα.

κωπηλατώ

intransitive verb (boat: use oars)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You can sit at the bow while I row.
Κάτσε στην πλώρη κι εγώ θα τραβάω κουπί.

δρόμος

noun (street lined by houses)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We live in a nice row, with a little garden.

γραμμή

noun (checkers: rank) (ντάμα, παιχνίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The objective is to get to your opponent's back row.

σειρά

noun (in table, with columns)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The table has five rows of data.

φασαρία

noun (Commotion or noise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We could hardly hear ourselves think for the frightful row blaring out of the neighbouring nightclub.

κωπηλατώ

intransitive verb (row a race)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He rowed in the notable London Boat Race.

τσακώνομαι, μαλώνω

intransitive verb (UK (have an argument)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They rowed about who would go first.

μεταφέρω, πηγαίνω

transitive verb (convey in a rowed boat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sailor rowed the prisoner to shore.

διαμάχη

noun (UK (quarrel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a bitter row between North Korea and South Korea.

άγριος τσακωμός, άγριος καβγάς, άγριος καυγάς

noun (UK, informal (fierce quarrel)

πτέρυγα μελλοθανάτων

noun (prison cell block)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some of the most violent criminals of our time are sitting on death row.

τσακώνομαι

verbal expression (UK, informal (quarrel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They had a row about his staying out all night.

στη σειρά

adverb (lined up)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She arranged the toy soldiers all in a row.
Τακτοποίησε όλα τα στρατιωτάκια στη σειρά.

στη σειρά

adverb (figurative (consecutively) (μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
We have had temperatures of 34 degrees and above for five days in a row.
Για πέντε ημέρες στη σειρά, είχαμε θερμοκρασίες από 34 βαθμούς και πάνω.

ύψος γραμμής

noun (spreadsheet: how tall cells are)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατοικία που συνδέεται με άλλα σπίτια χτισμένα σε σειρά

noun (type of dwelling)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Large numbers of terraced houses are now standing empty.

φτωχογειτονιά

noun (US, slang, often capitalized (poor urban area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you carry on like that you'll end up on Skid Row in no time!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του row στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του row

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.