Τι σημαίνει το save that στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης save that στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του save that στο Αγγλικά.
Η λέξη save that στο Αγγλικά σημαίνει σώζω, αποταμιεύω, κρατάω, φυλάω, αποθηκεύω, κερδίζω, εκτός από, με εξαίρεση, απόκρουση, save, αποθήκευση, κερδίζω, γλιτώνω, κρατάω, φυλάω, δεν σπαταλάω, προσηλυτίζω, εκχριστιανίζω, κερδίζω, βάζω λεφτά στην άκρη, κάνω οικονομίες, βάζω λεφτά στην άκρη για κτ, κάνω οικονομίες για να κάνω κτ, μαζεύω, Αποθήκευση ως, περισώζω την αξιοπρέπειά μου, σώζω κπ από κτ, γλιτώνω κπ από κτ, κάνω οικονομία, δεν φέρνω κπ σε δύσκολη θέση, σώζω την παρτίδα, μην κάνεις τον κόπο να μιλήσεις, μην κάνεις τον κόπο να πεις τίποτα, μη χάνεις τα λόγια σου, φυλάω την παρθενιά μου, κρατάω την παρθενιά μου, για λόγους συντομίας, δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης save that
σώζωtransitive verb (rescue) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The search party saved the survivors. Η ομάδα διάσωσης έσωσε τους επιζώντες. |
αποταμιεύωtransitive verb (put aside: money) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He is trying to save money for a new car. Προσπαθεί να βάλει στην άκρη χρήματα για να αγοράσει ένα καινούργιο αυτοκίνητο. |
κρατάω, φυλάωtransitive verb (keep, hold) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She wants to save the best for last. Θέλει να φυλάξει το καλύτερο για το τέλος. |
αποθηκεύωtransitive verb (computer file: copy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I always save my work before I log off from the computer. Αποθηκεύω πάντα τη δουλειά μου πριν αποσυνδεθώ από τον υπολογιστή. |
κερδίζωtransitive verb (time, effort, etc.: reduce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Our new process saves time. Με τη νέα διαδικασία κερδίζουμε χρόνο. |
εκτός από, με εξαίρεσηpreposition (dated or formal (except) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Everyone came home for Christmas, save my sister who lives in Paris. Όλοι ήρθαν στο σπίτι για τα Χριστούγεννα, εκτός από την αδερφή μου που ζει στο Παρίσι. |
απόκρουσηnoun (soccer: preventing goal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) If it weren't for the goalie's save, the game would have ended in a tie. |
savenoun (baseball: preserving lead) (μπέιζμπολ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The relief pitcher threw three scoreless innings for his tenth save of the season. |
αποθήκευσηnoun (computer; preserving data) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The screen froze, and I lost everything I'd done since the last save. |
κερδίζωtransitive verb (money: gain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Buying this week will save you fifty dollars. Αν αγοράσεις αυτή την εβδομάδα θα κερδίσεις πενήντα δολάρια. |
γλιτώνωtransitive verb (remove need) (κπ από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A dishwasher will save you a lot of work. Ένα πλυντήριο πιάτων θα σε γλιτώσει από πολύ κόπο. |
κρατάω, φυλάωtransitive verb (strength: conserve) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The runner saved her strength until the end of the race. |
δεν σπαταλάωtransitive verb (informal (do not waste) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Save your breath! |
προσηλυτίζω, εκχριστιανίζωtransitive verb (convert to Christianity) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The missionaries came to save the villagers. |
κερδίζωtransitive verb (sports: win) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He saved the game with his goal. |
βάζω λεφτά στην άκρη, κάνω οικονομίεςphrasal verb, intransitive (informal (put money aside) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jane and I are saving up to get married. Η Τζέιν και εγώ κάνουμε οικονομίες για να παντρευτούμε. |
βάζω λεφτά στην άκρη για κτ, κάνω οικονομίες για να κάνω κτ(put money aside for) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I am trying to save up for a new car. Προσπαθώ να βάλω λεφτά στην άκρη για ένα καινούριο αμάξι. |
μαζεύωphrasal verb, transitive, separable (informal (accumulate [sth]) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Have you been saving all that work up for me? Όλη αυτή τη δουλειά τη μάζευες για μένα; |
Αποθήκευση ωςverbal expression (computer file: copy) (εντολή Η/Υ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Choose the "Save as" option and save the file under a new name. |
περισώζω την αξιοπρέπειά μουverbal expression (avoid humiliation) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
σώζω κπ από κτ, γλιτώνω κπ από κτverbal expression (rescue [sb] from [sth]) The lifeguard saved the boy from drowning. |
κάνω οικονομία(economize, make savings) (δεν ξοδεύω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Budgeting, among other methods, is an effective way to save money. |
δεν φέρνω κπ σε δύσκολη θέσηverbal expression (avoid embarrassing [sb]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Samantha saved Ben's blushes by not mentioning who had broken the vase. |
σώζω την παρτίδαverbal expression (figurative (solve a problem for [sb]) (μτφ: δίνω λύση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όπως πάντα με το κοφτερό μου μυαλό και την υπομονή μου έσωσα και πάλι την παρτίδα και έβγαλα τον Τάσο από το αδιέξοδό του. |
μην κάνεις τον κόπο να μιλήσεις, μην κάνεις τον κόπο να πεις τίποταinterjection (don't bother saying anything) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Unless you're here to apologize to me, save your breath! Oh save your breath, I don't want to hear your excuses. |
μη χάνεις τα λόγια σουinterjection (discussing it is useless) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Save your breath – he's already made his mind up. |
φυλάω την παρθενιά μου, κρατάω την παρθενιά μουtransitive verb and reflexive pronoun (wait to lose virginity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alice is saving herself for the right man. |
για λόγους συντομίαςexpression (for brevity's sake) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) To save time, I will quickly summarize the main points rather than go into detail. |
δεν μπορώ με τίποτα να κάνω κτexpression (extremely bad at [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Heather couldn't bake a cake to save her life. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του save that στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του save that
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.