Τι σημαίνει το sand στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sand στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sand στο Αγγλικά.

Η λέξη sand στο Αγγλικά σημαίνει άμμος, τρίβω με γυαλόχαρτο, καλύπτω με άμμο, στρώνω με άμμο, γεμίζω με άμμο, πληρώνω με άμμο, πραγματοποιώ προσάμμωση, κάνω προσάμμωση, στρουθοκαμηλίζω, psammomys obesus, κόκκος άμμου, στρουθοκαμηλίζω, πετρελαιοφόρος αμμόλιθος, καβούρι, καβουράκι, είδος πεπλατυσμένου αχινού, αμμόλοφος, αμμόχελο, σκνίπα, αθερίνα, αμμοπαγίδα, σκάμμα με άμμο, φραγμένος με άμμο, σκι στην άμμο, αμμοεπίπεδο, κάστρο από άμμο, παλάτι από άμμο, σκάμμα με άμμο, τόπος αμμοληψίας, λευκή άμμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sand

άμμος

noun (beach)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The beach has fine white sand.
Η παραλία έχει ψιλή άμμο.

τρίβω με γυαλόχαρτο

transitive verb (polish with sand)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She sanded the table until the varnish was gone.
Έτριψε με γυαλόχαρτο το τραπέζι μέχρι να φύγει το βερνίκι.

καλύπτω με άμμο, στρώνω με άμμο

transitive verb (spread sand)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The landscaper sanded part of the garden.
Ο κηπουρός έριξε άμμο σε (or: έστρωσε άμμο σε) ένα μέρος του κήπου.

γεμίζω με άμμο, πληρώνω με άμμο

transitive verb (add sand to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They sanded the stage for the tap dancers.
Γέμισαν τη σκηνή με άμμο για τους χορευτές με τις κλακέτες.

πραγματοποιώ προσάμμωση, κάνω προσάμμωση

transitive verb (fill with sand)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They sanded the island's artificial shores to make beaches.
Έκαναν προσάμμωση στις τεχνητές ακτές του νησιού για να δημιουργήσουν παραλίες.

στρουθοκαμηλίζω

verbal expression (figurative (ignore stressful situation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

psammomys obesus

noun (animal: rodent) (επίσημο: τρωκτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tamarisk gerbils are small burrowing rodents.

κόκκος άμμου

noun (sand particle)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
When you have a picnic on the beach, it's easy to get grains of sand in your food.

στρουθοκαμηλίζω

verbal expression (figurative (ignore reality, be in denial) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετρελαιοφόρος αμμόλιθος

noun (thick bitumen deposit)

The refinery uses oil sand to produce diesel.

καβούρι, καβουράκι

noun (variety of crustacean) (αναφορά σε διάφορα είδη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είδος πεπλατυσμένου αχινού

(zoology)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αμμόλοφος

noun (hill of sand created by wind)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Martina and Sally spent the whole afternoon playing hide-and-seek among the sand dunes.

αμμόχελο

noun (small elongated fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκνίπα

noun (flying parasitic insect) (αναφορά σε διάφορα έντομα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αθερίνα

noun (variety of saltwater fish) (μικρό ψάρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αμμοπαγίδα

noun (golf: bunker with sand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm useless at golf: I spend more time in the sand traps than on the greens.

σκάμμα με άμμο

noun (play area: container of sand, sandpit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φραγμένος με άμμο

adjective (waterway: blocked by sand)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκι στην άμμο

noun (sport: skiing on sand)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμμοεπίπεδο

noun (sandy ridge formed by tide)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάστρο από άμμο, παλάτι από άμμο

noun (miniature castle built from sand)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Children love to make sand castles on the beach.

σκάμμα με άμμο

noun (UK (child's sandbox)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Two little boys played in the sandpit while their mothers watched them.

τόπος αμμοληψίας

noun (pit from which sand is dug)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't go near the sandpit; it's dangerous.
Μην πλησιάζεις το αμμωρυχείο! Είναι επικίνδυνο.

λευκή άμμος

noun (very pale beach sand)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sand στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sand

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.