Τι σημαίνει το scheme στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scheme στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scheme στο Αγγλικά.

Η λέξη scheme στο Αγγλικά σημαίνει συνωμοτώ, σχέδιο, σύστημα, σχέδιο, πρόγραμμα, μηχανορραφία, δολοπλοκία, ραδιουργία, σχέδιο, εργατικές κατοικίες, μηχανεύομαι, σύστημα συλλογής προσφορών, χρωματικός συνδυασμός, πρόγραμμα αφοσίωσης, πρόγραμμα επιβράβευσης αφοσίωσης, σχέδιο γρήγορου πλουτισμού, πρόγραμμα απασχόλησης για νέους απόφοιτους, σε σχέση με το τι γίνεται στον κόσμο, πρόγραμμα επιδοτούμενης στέγασης, εκπαιδευτικό πρόγραμμα για θέματα διαχείρισης, βαθμολογικό σύστημα, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, σύστημα πυραμίδας, ομοιοκατάληξία, ρίμα, κοινωνική πρόνοια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scheme

συνωμοτώ

intransitive verb (plot, plan)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The officials schemed against the president. Jim's colleagues were scheming to have him removed from his job.

σχέδιο

noun (inventive or unrealistic plan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He is always thinking of a new scheme to become rich.
Όλο καταστρώνει μια καινούρια κομπίνα για να γίνει πλούσιος.

σύστημα

noun (plan, strategy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The scheme they used won them the game.
Το σύστημα που χρησιμοποίησαν επέφερε τη νίκη.

σχέδιο

noun (design)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The use of dark colours is all part of the scheme for this room.

πρόγραμμα

noun (UK (government program)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Officials have announced the new pension scheme.

μηχανορραφία, δολοπλοκία, ραδιουργία

noun (intrigue)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their treacherous scheme involved planting false evidence.

σχέδιο

noun (diagram or map) (σαν χάρτης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The scheme for the development shows both houses and clear land.

εργατικές κατοικίες

noun (Scot (housing development)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Dolina is a working class girl who lives on a scheme.

μηχανεύομαι

transitive verb (contrive)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After his best friend's death, Achilles schemed his revenge against Hector.

σύστημα συλλογής προσφορών

noun (sales technique: collecting tokens) (τεχνική πωλήσεων)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Collector schemes encourage repeat purchases.

χρωματικός συνδυασμός

noun (restricted range of hues)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Powerpoint offers users a choice of colour scheme for the presentation.

πρόγραμμα αφοσίωσης, πρόγραμμα επιβράβευσης αφοσίωσης

noun (customer loyalty scheme) (πελατών)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The company's fidelity program is very popular with customers.

σχέδιο γρήγορου πλουτισμού

noun (business: plan for quick profit)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ian lost a lot of money when he unwisely invested in a get-rich-quick scheme.

πρόγραμμα απασχόλησης για νέους απόφοιτους

noun (UK (recruitment for university leavers)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The graduate scheme provides 10-month work placements with charities.

σε σχέση με το τι γίνεται στον κόσμο

noun (figurative (overall organization of world)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know you're upset, but in the grand scheme of things, splitting up with your boyfriend isn't that important.

πρόγραμμα επιδοτούμενης στέγασης

noun (UK, regional (subsidized housing plan) (ΗΒ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The housing scheme provides affordable homes for local residents.

εκπαιδευτικό πρόγραμμα για θέματα διαχείρισης

noun (training programme for supervisors)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The management scheme develops leaders who understand the company's goals.

βαθμολογικό σύστημα

noun (UK (set method of exam grading)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The teacher gave us the mark scheme so we could mark the paper ourselves.

συνταξιοδοτικό πρόγραμμα

noun (savings fund for retirement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύστημα πυραμίδας

noun (type of investment scam)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Three people have been convicted of operating a pyramid scheme in which thousands of investors lost money.

ομοιοκατάληξία, ρίμα

noun (poem's rhyming pattern)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The students are analysing the rhyme schemes of different poems.

κοινωνική πρόνοια

noun (government benefits scheme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Social Security is a US government welfare program for the elderly.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scheme στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του scheme

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.