Τι σημαίνει το senior στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης senior στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του senior στο Αγγλικά.

Η λέξη senior στο Αγγλικά σημαίνει ανώτερος, παλαιότερος, ανώτερος, μεγαλύτερος, ηλικιωμένος, της τελευταίας τάξης του λυκείου, τελειόφοιτος, πρεσβύτερος, ηλικιωμένος, τελειόφοιτος, ο πρεσβύτερος, τελειόφοιτος, ο μεγαλύτερος, ηλικιωμένος, μεγαλύτερος, ξεχνάω, επικεφαλής συγγραφέας, κύριος αγοραστής, βασικός αγοραστής, ηλικιωμένος, ηλικιωμένος, αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια, εισιτήριο ηλικιωμένων, λύκειο, ανώτερος αστυνομικός ερευνητής, νηπιαγωγείο, ανώτερος νομικός σύμβουλος, ανώτερη διοίκηση, ανώτερο στέλεχος, παλαιό μέλος, ανώτερος αξιωματικός αστυνομίας, υψηλόβαθμος εταίρος, κύριος ερευνητής, κύρια ερευνήτρια, πτυχιακή εργασία, πτυχιακή διατριβή, τελευταίο έτος, ανώτατα διοικητικά στελέχη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης senior

ανώτερος

adjective (of a higher level)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The company's senior managers have a lot of responsibilities.
Τα ανώτερα διοικητικά στελέχη της εταιρείας έχουν πολλές ευθύνες.

παλαιότερος

adjective (more experienced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In your first weeks at a new job, it's a good idea to ask a senior staff member if you don't understand something.
Στις πρώτες σου εβδομάδες σε μια νέα δουλειά, είναι καλή ιδέα να ρωτάς έναν παλαιότερο υπάλληλο αν δεν καταλαβαίνεις κάτι.

ανώτερος

(of higher rank) (με γενική: κάποιου)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As chief product manager, Paul is senior to me.
Ως προϊστάμενος παραγωγής, ο Πωλ είναι ανώτερος μου.

μεγαλύτερος

adjective (older)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The school's senior pupils are allowed to go into town at lunchtime, whereas the juniors have to stay on school premises.
Οι μεγαλύτεροι μαθητές του σχολείου επιτρέπεται να πηγαίνουν στην πόλη την ώρα του μεσημεριανού, ενώ οι μικρότεροι πρέπει να μένουν στις εγκαταστάσεις του σχολείου.

ηλικιωμένος

adjective (relating to old people)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Taking care of the senior members of our society is becoming a challenge as populations age.
Η φροντίδα των ηλικιωμένων μελών της κοινωνίας μας αρχίζει να αποτελεί πρόκληση καθώς ο πληθυσμός γηράσκει.

της τελευταίας τάξης του λυκείου

adjective (US (high school: in or of final year)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The senior students are revising for exams.
Οι μαθητές της τελευταίας τάξης του λυκείου κάνουν επανάληψη για τις εξετάσεις.

τελειόφοιτος

adjective (US (university: in or of final year)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The senior students are starting to look at what jobs might be available after graduation.
Οι τελειόφοιτοι φοιτητές αρχίζουν να βλέπουν δουλειές που ίσως να είναι διαθέσιμες μετά την αποφοίτησή τους.

πρεσβύτερος

adjective (older of two relatives) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
New mayor John Smith is following in the footsteps of his father; Mr Smith senior says he is very proud of his son's achievement.

ηλικιωμένος

noun (US, colloquial (senior citizen: elderly person)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The seniors from the local old people's home are going on a day trip to the seaside.

τελειόφοιτος

noun (US (high school: final-year student)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The seniors are looking forward to graduating high school.

ο πρεσβύτερος

noun (mainly US (father with son's first name)

Walter Senior is a high school teacher.

τελειόφοιτος

noun (US (university: final-year student)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The seniors are revising for exams.

ο μεγαλύτερος

noun (older person)

Joe is 36 and Jim is 35; Joe is the senior of the two.

ηλικιωμένος

noun (US (legally: person over 65)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μεγαλύτερος

noun (with possessive: older than [sb]) (με γενική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My aunt is only three years my senior.
Η θεία μου είναι μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερή μου.

ξεχνάω

verbal expression (informal (be forgetful, confused)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επικεφαλής συγγραφέας

noun (main contributor to an academic paper) (ακαδημαϊκή δημοσίευση)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

κύριος αγοραστής, βασικός αγοραστής

noun (retail: head purchaser of goods) (λιανικό εμπόριο)

ηλικιωμένος

noun (colloquial (elderly person)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ηλικιωμένος

noun (US (legally: person over 65)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια

noun (chief publishing manager)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

εισιτήριο ηλικιωμένων

noun (discount travel charge for old people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λύκειο

noun (US (secondary, upper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Those kids must go to senior high school - they look too old to be in junior high.

ανώτερος αστυνομικός ερευνητής

noun (high-ranking detective)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νηπιαγωγείο

noun (Can (schooling for young children) (ένα έτος πριν το Δημοτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανώτερος νομικός σύμβουλος

noun (highly-qualified attorney or barrister) (νομική)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ανώτερη διοίκηση

noun (directors)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company's senior management communicate regularly with the board of directors.

ανώτερο στέλεχος

noun (high-level executive)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The senior manager received a large bonus for good performance. The senior managers control key aspects of business.

παλαιό μέλος

noun (experienced member of organization) (παλαιότητα)

All senior members of staff must attend the meeting.

ανώτερος αξιωματικός αστυνομίας

noun (high-ranking member of police force)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you have trouble with a colleague, you should first report it to a senior officer.

υψηλόβαθμος εταίρος

noun (high-ranking firm partner)

κύριος ερευνητής, κύρια ερευνήτρια

noun (head of scientific research) (επιστημονικής μελέτης)

πτυχιακή εργασία, πτυχιακή διατριβή

noun (US (university: final-year dissertation)

τελευταίο έτος

noun (US (final year of school or college) (πανεπιστήμιο)

ανώτατα διοικητικά στελέχη

noun (highest level of business leadership)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του senior στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του senior

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.