Τι σημαίνει το policy στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης policy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του policy στο Αγγλικά.

Η λέξη policy στο Αγγλικά σημαίνει πολιτική, τακτική, συμβόλαιο, ασφαλιστήριο, συνήθεια, πολιτική γραμμή, παράνομο τυχερό παιχνίδι, εταιρική πολιτική, εσωτερική πολιτική, εξωτερική πολιτική, πολιτική μη ανάμειξης, πολιτική μη επέμβασης, πολιτική υγείας, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, πολιτική ανοικτών θυρών, πλαίσιο πολιτικής, ασφαλισμένος, μέσο πολιτικής, τεχνοκράτης, τεχνοκράτισσα, αυτός που χαράσει πολιτική, χάραξη πολιτικής, που αφορά στην χάραξη πολιτικής, δημόσια πολιτική, στρατηγική καμμένης γης, σκληρή πολιτική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης policy

πολιτική

noun (laws, principles)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's against company policy to date a co-worker.
Είναι ενάντια στην πολιτική της εταιρείας να έχει κανείς σχέση με συνάδελφο.

τακτική

noun (personal rule)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's not my policy to kiss on the first date.
Δεν είναι η τακτική μου να φιλάω στο πρώτο ραντεβού.

συμβόλαιο

noun (insurance: agreement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We need a new car insurance policy.
Χρειαζόμαστε νέο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

ασφαλιστήριο

noun (insurance: document)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tom carries his insurance policy in his coat.
Ο Τομ έχει το ασφαλιστήριό του στο παλτό του.

συνήθεια

noun (sensible habit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's good policy to wear a seat belt.
Είναι καλή συνήθεια να φοράει κανείς ζώνη ασφαλείας.

πολιτική γραμμή

noun as adjective (governmental, political)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The Governor makes policy decisions.
Ο Κυβερνήτης παίρνει αποφάσεις σχετικά με την πολιτική.

παράνομο τυχερό παιχνίδι

noun (gambling method)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εταιρική πολιτική

noun (rule established by a company)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εσωτερική πολιτική

noun (country's internal laws)

It's hard to say whether his failures were greater in his domestic policy or in his foreign policy.

εξωτερική πολιτική

noun (government: foreign affairs policies)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In light of recent events, we will need to reconsider our foreign policy.

πολιτική μη ανάμειξης, πολιτική μη επέμβασης

noun (informal, figurative (non-intervention)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
When confronted with crime, police advise residents to adopt a hands-off policy.

πολιτική υγείας

noun (health care regulations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bradbury wants the government to change its health policy by loosening controls on alternative medicine.

ασφαλιστήριο συμβόλαιο

noun (contract that insures [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My health insurance policy won't cover my diabetic medication.

πολιτική ανοικτών θυρών

noun (politics: free movement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The country decided to adopt an open-door economic policy.

πλαίσιο πολιτικής

noun (system or strategy for lawmaking)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The policy framework sets out the department's objectives for urban regeneration.

ασφαλισμένος

noun (person who has insurance)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A permanent life insurance lasts for the lifetime of the policy holder.

μέσο πολιτικής

noun (means to a political aim)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Education is an important policy instrument for reducing unemployment.

τεχνοκράτης, τεχνοκράτισσα

noun (informal (person: public policy)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Policy wonks are calling for the government to scrap the planned increase in fuel tax.
Οι τεχνοκράτες καλούν την κυβέρνηση να μην προβεί στη σχεδιαζόμενη αύξηση του φόρου καυσίμων.

αυτός που χαράσει πολιτική

noun (person: sets policy)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Policymakers in Washington have finally reached an agreement after weeks of debate and discussion.

χάραξη πολιτικής

noun (legislation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που αφορά στην χάραξη πολιτικής

noun as adjective (legislative)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημόσια πολιτική

noun (law: social law principles)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
This chapter of the book covers the effect of public policy on business.
Αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται στην επιρροή που ασκεί η δημόσια πολιτική στις επιχειρήσεις.

στρατηγική καμμένης γης

noun (military: destruction of enemy crops)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
General Sherman initiated a scorched earth policy on his march to the sea through Georgia.

σκληρή πολιτική

noun (harsh rule)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police are implementing a tough policy on drink driving.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του policy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του policy

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.