Τι σημαίνει το sentir-se στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sentir-se στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sentir-se στο πορτογαλικά.

Η λέξη sentir-se στο πορτογαλικά σημαίνει αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του, αισθάνομαι ωραία, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος, κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος, ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος, ζαλίζομαι, αισθάνομαι παγιδευμένος, αισθάνομαι ασφαλής, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη, έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη, είμαι καλά, νιώθω καλά, δεν αισθάνομαι καλά, ανακατεύομαι, αισθάνομαι καλά, είμαι καλά, νιώθω ενοχές, ζαλίζω, αισθάνομαι ενοχές για κτ, ζαλίζομαι, έχω αυτοπεποίθηση, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, έχω ήσυχη τη συνείδηση μου, αισθάνομαι μετανοιωμένος, δεν αισθάνομαι καλά, φιλοτιμώ, με ενοχλεί, με εκνευρίζει, είμαι σε δίλλημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sentir-se

αισθάνομαι, νιώθω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu me senti muito embaraçado.
Αισθάνθηκα πραγματικά ντροπιασμένος.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu me senti um tolo quando ela apontou o meu erro.
Ένιωσα (or: Αισθάνθηκα) χαζός, όταν επεσήμανε το λάθος μου.

κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αισθάνομαι ωραία

locução verbal (figurado, gíria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος

locução verbal (alguém)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος

locução verbal (dar bom acolhimento, recepção cordial a) (ως ξένος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος

(fazer parecer inferior)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζαλίζομαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αισθάνομαι παγιδευμένος

locução verbal (informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αισθάνομαι ασφαλής

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me sinto muito melhor agora que perdi peso.
Αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα που έχασα βάρος.

έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele sente-se triste desde que a Maria o dispensou.

έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Considerando o você que vivenciou, é perfeitamente natural sentir-se triste. Me senti triste por não ter conseguido aquele trabalho; achei que tivesse tirado a entrevista de letra.

είμαι καλά, νιώθω καλά

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

δεν αισθάνομαι καλά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανακατεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αισθάνομαι καλά, είμαι καλά

νιώθω ενοχές

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζαλίζω

(alguém) (κυριολεκτικά, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αισθάνομαι ενοχές για κτ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu me sinto culpado por ter traído o meu melhor amigo.

ζαλίζομαι

locução verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έχω αυτοπεποίθηση

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me sinto melhor sabendo que ele está em casa são e salvo.
Αισθάνομαι καλύτερα, αν ξέρω ότι είναι σπίτι σώος και αβλαβής.

έχω ήσυχη τη συνείδηση μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αισθάνομαι μετανοιωμένος

locução verbal (για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu me senti arrependido por ter colado na prova.

δεν αισθάνομαι καλά

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estou me sentindo mal desde que comi aquelas ostras.

φιλοτιμώ

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pregador fez a congregação sentir-se envergonhada para que agisse.

με ενοχλεί, με εκνευρίζει

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Eu me sinto muito perturbado pelas intromissões do governo.
Μου τη δίνουν οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης.

είμαι σε δίλλημα

(εγώ ο ίδιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estou sentindo-me dividido quanto a ir ou ficar.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sentir-se στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.