Τι σημαίνει το sentir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sentir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sentir στο πορτογαλικά.

Η λέξη sentir στο πορτογαλικά σημαίνει αισθάνομαι, νιώθω, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, έχω συναισθήματα, νιώθω, αισθάνομαι, βολιδοσκοπώ, ψηλαφώ, ψηλαφίζω, μου λείπει, αισθάνομαι, νιώθω, αγγίζω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι τύψεις, μετανοώ, μυρίζω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, λυπάμαι τον εαυτό μου, κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του, δεν νιώθω τίποτε για, αισθάνομαι ωραία, αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνη, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος, κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος, ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος, είμαι σε κατάσταση να κάνω κτ, εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχή, συμμερίζομαι, ταυτίζομαι, συναισθάνομαι, ζαλίζομαι, αισθάνομαι παγιδευμένος, έχω ναυτία, αισθάνομαι ασφαλής, αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη, έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη, είμαι καλά, νιώθω καλά, δεν αισθάνομαι καλά, ανακατεύομαι, αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις, αισθάνομαι καλά, είμαι καλά, νιώθω ενοχές, ζαλίζω, υποφέρω από απώλεια, πονάω, πονώ, υποφέρω, απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, μυρίζομαι, αισθάνομαι ενοχές για κτ, λυπάμαι, συμπονώ, ζαλίζομαι, έχω αυτοπεποίθηση, αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα, έχω ήσυχη τη συνείδηση μου, νιώθω άσχημα που, συμμερίζομαι, συναισθάνομαι, λυπάμαι, συμπονώ, δημιουργώ κτ σε κπ, συμπάσχω, αισθάνομαι μετανοιωμένος, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, μυρίζω, νιώθω άσχημα για κτ, ανακατεύομαι, συμπάσχω, δεν αισθάνομαι καλά, μου λείπει, φιλοτιμώ, μου αρέσει, γεύομαι, λίγο λιγότερο από, πονάω, πονώ, έχω γεύση, βράζω στο ζουμί μου, με ενοχλεί, με εκνευρίζει, είμαι σε δίλλημα, απολαμβάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sentir

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele sentiu a mão dela no seu ombro.
Αισθάνθηκε (or: ένιωσε) το χέρι της στον ώμο του.

νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu senti hostilidade na voz dele.
Ένιωσα εχθρότητα στη φωνή του.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele conseguia sentir o olha dela sobre ele.
Μπορούσε να αισθανθεί το βλέμμα της επάνω του.

αισθάνομαι

verbo transitivo (figurado, pensar) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele sentiu que as ações dela foram injustas.
Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu passei pelo pior da minha gripe, mas ainda me sinto fraco.
Ξεπέρασα τη χειρότερη φάση της γρίπης, αλλά αισθάνομαι (or: νιώθω) ακόμη αδύναμος.

αισθάνομαι, νιώθω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu senti que ela estava falando a verdade.
Αισθάνθηκα ότι έλεγε την αλήθεια.

έχω συναισθήματα

(ter emoção)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele é um homem que se sente intensamente.

νιώθω, αισθάνομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele sentiu toda a força da batida.

βολιδοσκοπώ

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Πρόεδρος ταξίδεψε στην επαρχία για να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του λαού.

ψηλαφώ, ψηλαφίζω

verbo transitivo (εξερευνώ με την αφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela tocou o tecido para saber como era bom.
Χάιδεψε το ύφασμα για να ελέγξει την ποιότητά του.

μου λείπει

As crianças sentem saudades do pai quando ele está fora a trabalho.
Τα παιδιά αποζητούν τον πατέρα τους όταν είναι μακριά για δουλειές.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo (σωματική αίσθηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estou sentindo muita dor no joelho.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πολλές φορές ο μετανάστης υφίσταται ταπεινώσεις και προσβολές.

αγγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu gosto de manusear um tecido por um tempo antes de comprá-lo.
Μου αρέσει να πιάνω τα υφάσματα για λίγη ώρα πριν τα αγοράσω.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo (ficar consciente de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De repente, ele percebeu outra pessoa no lugar.
Ξαφνικά αισθάνθηκε (or: ένιωσε) πως υπάρχει κι άλλο άτομο στο δωμάτιο.

αισθάνομαι τύψεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετανοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μυρίζω

(detectar pelo cheiro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela farejou alho e sabia que a sua amiga estava cozinhando.
Μύρισε σκόρδο, και κατάλαβε οτι μαγείρευε ο φίλος της.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu me senti muito embaraçado.
Αισθάνθηκα πραγματικά ντροπιασμένος.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu me senti um tolo quando ela apontou o meu erro.
Ένιωσα (or: Αισθάνθηκα) χαζός, όταν επεσήμανε το λάθος μου.

λυπάμαι τον εαυτό μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν νιώθω τίποτε για

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αισθάνομαι ωραία

locução verbal (figurado, gíria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνη

expressão verbal (sentir sobrecarregado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος

locução verbal (alguém)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος

locução verbal (dar bom acolhimento, recepção cordial a) (ως ξένος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος

(fazer parecer inferior)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι σε κατάσταση να κάνω κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είμαι τόσο κουρασμένη που δεν είμαι καν σε κατάσταση να πάω στο πάρτι.

εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχή

expressão verbal (figurado, buscar vitória)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμμερίζομαι, ταυτίζομαι, συναισθάνομαι

(αισθήματα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você está tendo dificuldades com a sua declaração de imposto? Eu me identifico com essa situação!
Σε παιδεύει η φορολογική δήλωση; Σε νιώθω!

ζαλίζομαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αισθάνομαι παγιδευμένος

locução verbal (informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω ναυτία

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αισθάνομαι ασφαλής

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O pai sentiu culpa quando a sua reunião de negócios impediu que ele visse o recital de dança de sua filha.

αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me sinto muito melhor agora que perdi peso.
Αισθάνομαι πολύ καλύτερα τώρα που έχασα βάρος.

έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele sente-se triste desde que a Maria o dispensou.

έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Considerando o você que vivenciou, é perfeitamente natural sentir-se triste. Me senti triste por não ter conseguido aquele trabalho; achei que tivesse tirado a entrevista de letra.

είμαι καλά, νιώθω καλά

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

δεν αισθάνομαι καλά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανακατεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu sinto muito não poder ajudar mais.
Αισθάνομαι άσχημα που δεν μπορώ να τη βοηθήσω περισσότερο.

αισθάνομαι καλά, είμαι καλά

νιώθω ενοχές

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζαλίζω

(alguém) (κυριολεκτικά, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποφέρω από απώλεια

(estar de luto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πονάω, πονώ, υποφέρω

(sofrer desconforto físico)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι

(desfrutar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μυρίζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sentiu o cheiro de hostilidade na reunião?

αισθάνομαι ενοχές για κτ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu me sinto culpado por ter traído o meu melhor amigo.

λυπάμαι, συμπονώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu sinto pena das pessoas que tentaram muito, mas ainda não triunfaram.
Λυπάμαι τους ανθρώπους που προσπάθησαν πολύ, αλλ' όμως δεν κέρδισαν.

ζαλίζομαι

locução verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έχω αυτοπεποίθηση

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αισθάνομαι καλύτερα, είμαι καλύτερα

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me sinto melhor sabendo que ele está em casa são e salvo.
Αισθάνομαι καλύτερα, αν ξέρω ότι είναι σπίτι σώος και αβλαβής.

έχω ήσυχη τη συνείδηση μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νιώθω άσχημα που

(έκανα κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμμερίζομαι, συναισθάνομαι

(κάτι όχι κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λυπάμαι, συμπονώ

(sentir compaixão por)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenho pena (or: tenho dó) de quem, ainda jovem, perde os pais.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οικτίρω όσους κάνουν ό,τι τους ζητούν χωρίς να σκέφτονται.

δημιουργώ κτ σε κπ

expressão verbal

Minha avó sabe me fazer sentir culpado; se eu não vou vê-la depois de alguns dias, ela me faz sentir terrível.

συμπάσχω

locução verbal (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αισθάνομαι μετανοιωμένος

locução verbal (για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu me senti arrependido por ter colado na prova.

κάνω κπ να νιώσει τύψεις

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μυρίζω

(habilidade de cheirar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não consigo sentir o cheiro por causa deste resfriado.
Δεν μπορώ να μυρίσω με αυτό το κρύωμα που άρπαξα.

νιώθω άσχημα για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανακατεύομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το στομάχι του Πήτερ ήταν ανακατευόταν μόλις κατέβηκε από το τραινάκι του λούνα παρκ.

συμπάσχω

locução verbal (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu senti pena dos meus vizinhos, porque eles passaram por muitos problemas recentemente.

δεν αισθάνομαι καλά

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estou me sentindo mal desde que comi aquelas ostras.

μου λείπει

Eu tenho saudades das montanhas de casa.
Μου λείπουν τα βουνά της πατρίδας.

φιλοτιμώ

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pregador fez a congregação sentir-se envergonhada para que agisse.

μου αρέσει

(informal)

Marcos admitiu que tem tesão pela Laura.
Ο Μικ παραδέχτηκε ότι του αρέσει η Λάουρα.

γεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Senti um gostinho de canela na massa.
Γεύτηκα λίγη κανέλα στα ζυμαρικά.

λίγο λιγότερο από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu estou sentindo falta dos 300 dólares que preciso para comprar o novo rádio.

πονάω, πονώ

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele sentiu dor por dois dias após o acidente.

έχω γεύση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gosto muito da textura da comida, mas não consigo sentir o gosto.
Μου αρέσει η υφή του φαγητού, αλλά δεν έχω και πολύ γεύση.

βράζω στο ζουμί μου

locução verbal (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Depois de discutir com seus pais, a adolescente correu para o quarto e sentiu raiva sozinha.

με ενοχλεί, με εκνευρίζει

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Eu me sinto muito perturbado pelas intromissões do governo.
Μου τη δίνουν οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης.

είμαι σε δίλλημα

(εγώ ο ίδιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estou sentindo-me dividido quanto a ir ou ficar.

απολαμβάνω

(por antecipação)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sentir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του sentir

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.