Τι σημαίνει το separar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης separar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του separar στο πορτογαλικά.

Η λέξη separar στο πορτογαλικά σημαίνει χωρίζω, ξεχωρίζω, χωρίζω, ξεχωρίζω, διαχωρίζω, χωρίζω, διαχωρίζω, φυλάω, κρατάω, ξεχωρίζω, σπάω, χωρίζω, χωρίζομαι, αποξενώνω, απομακρύνω, χωρίζω, χωρίζω, χωρίζω, βρίσκομαι ανάμεσα, αποκόπτω, μπαίνω ανάμεσα, αποκόβομαι, ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ, σπάω, ξεχωρίζω, το διαλύω, σπάω κτ από κτ, διαλύω, σταματώ, χωρίζω, διατάσσω, χωρίζω ανάλογα με τις ικανότητες, χωρίζω, απελευθερώνομαι, χωρίζω, διαχωρίζω, διαιρώ, τσακώνομαι, χωρίζω, σπάω, χαλάω, απομακρύνομαι, χάνομαι, ταξινομώ, χωρίζω, διαχωρίζω, διασπώ, διαιρώ, διαχωρίζω, αποθηκεύω, βάζω στην άκρη, αποταμιεύω, κοσκινίζω, κρατάω, συγκρατάω, χωρίζω κτ σε κτ, υπολογίζω, χωρίζω, διαιρώ, κρατάω, κρατώ, διαχωρίζω κτ από κτ, απομονώνω, χωρίζω, διαχωρίζω, χωρίζω, ταξινομώ, στην άκρη, διαιρώ, χωρίζω, προϋπολογίζω κτ για κτ, διαιρώ, χωρίζω, χωρίζω, χωρίζομαι, αποστασιοποιούμαι, απομακρύνομαι, αποσχίζομαι από κτ, χωρίζω, αποσπώμαι, αποσχίζομαι, διαλύω, ξεμοντάρω, αποσυναρμολογώ, αποστασιοποιούμαι, αποσχίζομαι, χωρίζομαι, αποκλίνω από κτ, παρεκκλίνω από κτ, χωρίζω, διαχωρίζομαι, διαλύομαι, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, αποσχίζομαι από κπ/κτ, απλώνομαι, αποσπώμαι από κτ, διαχωρίζομαι από κτ, χωρίζω με, χωρίζομαι, χωρίζομαι, χωρίζω, χωρίζω, διαλύομαι, αποχωρώ, χωρίζω σε κτ, διαλύομαι, συνθλίβομαι, χωρίζω κτ σε κτ, χωρίζω, προϋπολογίζω, ανοίγω, χωρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης separar

χωρίζω, ξεχωρίζω

verbo transitivo (κπ από κπ, κπ και κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A professora separou os meninos e as meninas
Ο δάσκαλος χώρισε τα αγόρια και τα κορίτσια.

χωρίζω, ξεχωρίζω

verbo transitivo (dividir) (κπ από κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tivemos que separar os meninos das meninas na sala de aula.
Αναγκαστήκαμε να χωρίσουμε (or: ξεχωρίσουμε) τ' αγόρια απ' τα κορίτσια στην τάξη.

διαχωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω

verbo transitivo (apartar) (κάποιους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O árbitro separou (or: apartou) os dois jogadores em luta.
Ο διαιτητής χώρισε τους παίχτες που είχαν συμπλακεί.

διαχωρίζω

verbo transitivo (extrair) (κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φυλάω, κρατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η οικογένεια κράτησε το ένα υπνοδωμάτιο για να το χρησιμοποιεί για τους επισκέπτες.

ξεχωρίζω

verbo transitivo (κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπάω

(ενιαίο υλικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χωρίζω, χωρίζομαι

verbo transitivo (tornar-se separado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποξενώνω, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκομαι ανάμεσα

αποκόπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπαίνω ανάμεσα

(μεταφορικά)

Είμαστε τόσο καλές φίλες, που τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά μας.

αποκόβομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ

σπάω

(και αποκόπτω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεχωρίζω

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το διαλύω

verbo transitivo (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπάω κτ από κτ

διαλύω

(figurado, informal, relacionamento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele culpou a interferência constante da mãe por separar o casamento deles.
Κατηγορούσε τη μητέρα του ότι διέλυσε το γάμο τους με τις συνεχείς παρεμβάσεις της.

σταματώ

(figurado, briga) (τον καβγά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor se meteu e separou a briga entre os dois garotos.
Ο διευθυντής επενέβη και σταμάτησε τον καβγά των δύο αγοριών.

χωρίζω

verbo transitivo (dividir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um policiar separou a multidão.

διατάσσω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele separou os papéis igualmente em sua mesa.

χωρίζω ανάλογα με τις ικανότητες

(separar alunos por aptidões)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eles separam as crianças para a aula de matemática na escola dele.

χωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απελευθερώνομαι

verbo transitivo (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαχωρίζω, διαιρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσακώνομαι, χωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σπάω, χαλάω

verbo transitivo (μεταφορικά: σύνολο, σετ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O colecionador não quer separar o conjunto.

απομακρύνομαι, χάνομαι

(amigos: tornar-se menos íntimo) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταξινομώ

(pôr em ordem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Terminou de ordenar aquelas cartas em ordem alfabética?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πώς κατέταξες τελικά τα λεξικά σου, ανά γλώσσα ή ανά θέμα;

χωρίζω, διαχωρίζω, διασπώ, διαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποθηκεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω στην άκρη, αποταμιεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοσκινίζω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρατάω, συγκρατάω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os garotos começaram a brigar, por isso os professores vieram contê-los.
Τα αγόρια άρχισαν να μαλώνουν και γι' αυτό ήρθαν οι δάσκαλοι να τα συγκρατήσουν.

χωρίζω κτ σε κτ

Biólogos dividem os insetos em diferentes ordens.
Οι βιολόγοι χωρίζουν τα έντομα σε διαφορετικές τάξεις.

υπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você deveria reservar duas horas para o trajeto até o aeroporto.
Θα πρέπει να αφήσεις δύο ώρες για να πας στο αεροδρόμιο.

χωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peneire a farinha e depois divida em três partes iguais.
Κοσκινίστε το αλεύρι και μετά χωρίστε το σε τρία ίσα μέρη.

διαιρώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A segurança das culturas geneticamente modificadas é um tema controverso que divide o público.
Η ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα που διχάζει τον κόσμο.

κρατάω, κρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχωρίζω κτ από κτ

απομονώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω, διαχωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A professora pediu às crianças que dividissem os animais de acordo com o que comiam.
Ο δάσκαλος ζήτησε απ' τα παιδιά να χωρίσουν τα ζώα σύμφωνα με το τι τρώνε.

χωρίζω, ταξινομώ

(classificar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arranjei minhas notas em pilhas separadas para cada empresa.
Χώρισα (or: ταξινόμησα) τους λογαριασμούς μου σε στοίβες ανά εταιρεία.

στην άκρη

(μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tento deixar à parte um dinheiro para emergências.
Προσπαθώ να βάλω στην άκρη μερικά λεφτά για μια επείγουσα ανάγκη.

διαιρώ, χωρίζω

verbo transitivo (χώρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε πώς να χωρίζουμε τη γη.

προϋπολογίζω κτ για κτ

verbo transitivo (dinheiro) (επίσημο)

A agência reservou 10 milhões de dólares para ajuda humanitária.
Ο οργανισμός έχει υπολογίσει 10 εκατομμύρια δολάρια για ανθρωπιστική βοήθεια.

διαιρώ, χωρίζω

verbo transitivo (em mais de uma posição, atitude, intenção etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O voto sobre caça à raposa dividiu o partido em 70-30.

χωρίζω

verbo pronominal/reflexivo (casal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles não são divorciados, mas eles se separaram um ano atrás.
Δεν έχουν πάρει διαζύγιο, αλλά χώρισαν πριν από έναν χρόνο.

χωρίζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποστασιοποιούμαι

(από κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απομακρύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποσχίζομαι από κτ

(cancelar afiliação)

χωρίζω

verbo pronominal/reflexivo (για ζευγάρι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meus pais se separaram quando eu era criança mas continuaram amigos.
Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν παιδί αλλά παρέμειναν φίλοι.

αποσπώμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dois dos membros da banda se separaram para formarem uma banda deles.
Δύο από τα μέλη του συγκροτήματος έφυγαν για να δημιουργήσουν δικό τους συγκρότημα.

αποσχίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαλύω, ξεμοντάρω, αποσυναρμολογώ

(desagrupar, desagregar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποστασιοποιούμαι

(από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποσχίζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χωρίζομαι

(προς αντίθετες κατευθύνσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποκλίνω από κτ, παρεκκλίνω από κτ

χωρίζω

(relacionamento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O casal se separou após um relacionamento de três anos.
Το ζευγάρι χώρισε μετά από τρία χρόνια σχέσης.

διαχωρίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαλύομαι

verbo pronominal/reflexivo (μουσικό συγκρότημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando os Beatles se separaram, eu chorei até meus olhos doerem.
Όταν διαλύθηκαν οι Beatles, έκλαψα πικρά.

απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ

verbo pronominal/reflexivo

αποσχίζομαι από κπ/κτ

verbo pronominal/reflexivo

Vários políticos de esquerda se separaram do partido para formar um novo.
Αρκετοί αριστεροί πολιτικοί αποσχίστηκαν από το κόμμα για να σχηματίσουν ένα νέο.

απλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os jogadores se separaram.
Οι παίκτες απλώθηκαν.

αποσπώμαι από κτ, διαχωρίζομαι από κτ

verbo pronominal/reflexivo

χωρίζω με

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vamos nos dividir para podermos cobrir uma área maior. Não temos muito tempo.
Ας χωριστούμε για να καλύψουμε μεγαλύτερη περιοχή. Δεν έχουμε πολλή χρόνο.

χωρίζομαι, χωρίζω

(separar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
E é aqui onde devemos nos separar.
Και εδώ πρέπει να χωρίσουμε.

χωρίζω

verbo pronominal/reflexivo (terminar relação)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O casal se separou depois que foram estudar em universidades diferentes.

διαλύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Embora os Beatles fossem uma banda fantástica, eles acabaram se separando.

αποχωρώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ένα ένα τα μέλη της ομάδας αποχώρησαν μέχρι που είχε μείνει μόνο ο Νέλσον.

χωρίζω σε κτ

(dividir em)

διαλύομαι, συνθλίβομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χωρίζω κτ σε κτ

(ser dividido em)

χωρίζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προϋπολογίζω

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ophelia reservou (or: separou) dinheiro para um carro pequeno e econômico, não um sedã completo.
Η Οφίλια υπολόγιζε να αγοράσει ένα μικρό, οικονομικό αυτοκίνητο κι όχι για ένα μεγάλο σεντάν.

ανοίγω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρίζω

verbo pronominal/reflexivo (desunir cônjuges)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O casal se divorciou depois de cinco anos de casamento.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του separar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.