Τι σημαίνει το serré στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης serré στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του serré στο Γαλλικά.
Η λέξη serré στο Γαλλικά σημαίνει στενός, εφαρμοστός, νύχι, θερμοκήπιο, σφιχτός, πυκνός, αμφίρροπος, τσίμα τσίμα, σφιγμένος, συνωστισμένος, συμπτυγμένος, κοντά στην προθεσμία, θερμοκήπιο, θερμοκήπιο, με μικρή διαφορά, γεμάτος, νύχι, θερμοκήπιο, φυτώριο, απότομος, περιοριστικός, που με σφίγγει, θερμοκήπιο με αμπέλια, συνωστισμός, περιορισμένος, καλά ενωμένος, πολύ σφιχτός, κολλητός, στριμωγμένος, κουβαριασμένος, στενός, θερμοκήπιο, δοκός ζεύξης, γραπωμένος, σφίγγω, σφίγγω, χτυπάω, κλείνω, σφίγγω, αγκαλιάζω, δένω, χτυπάω, σφίγγω, σφίγγω, σφίγγω, πατάω, πιέζω, συμπιέζω, κρατάω, κρατώ, πιάνω, δένω, σφίγγω, σφίγγω, πιέζω, σφίγγω, στύβω, στριμώχνω, κράτημα, πιάσιμο, χαλαρός, μπόσικος, κορδέλα, βιβλιοστάτης, βιβλιοστάτης, στέκα, σφιγκτήρας, κολλητά, αποδέχομαι τη σκληρή πραγματικότητα, ανάκριση, τροχοπεδητής, πολύ μικρός, φαινόμενο του θερμοκηπίου, κλειστή/απότομη στροφή, αέριο του θερμοκηπίου, οικονομική στενότητα, κλειστή στροφή, αγχωτικός, εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, εργάζομαι με πιεστική προθεσμία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης serré
στενός, εφαρμοστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Depuis qu'elle a pris du poids, ses tenues sont vraiment serrées. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Της πήγαινε πολύ το στενό (or: εφαρμοστό) τζιν. |
νύχιnom féminin (αρπακτικού πτηνού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Veille à éviter les serres de la poule lorsque tu la portes. |
θερμοκήπιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σφιχτόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Assure-toi que le nœud est bien serré. Βεβαιώσου πως ο κόμπος θα είναι πολύ σφιχτός. |
πυκνόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le tissage de mon pull est serré. |
αμφίρροποςadjectif (compétition) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alain a gagné une course serrée (or: disputée). Ο Άλαν κέρδισε έναν αμφίρροπο αγώνα. |
τσίμα τσίμαadjectif (καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mon client veut que le travail soit fini vendredi : ça va être serré (or: juste) mais je pense qu'on peut le faire. |
σφιγμένοςadjectif (dents...) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'homme en colère a marmonné une menace à travers ses dents serrées. |
συνωστισμένος, συμπτυγμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κοντά στην προθεσμία(match, résultat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θερμοκήπιοnom féminin (bâtiment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Στα θερμοκήπια μπορεί κανείς να καλλιεργήσει φυτά κατά τους χειμερινούς μήνες. |
θερμοκήπιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
με μικρή διαφοράadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'arrivée de cette course était si serrée que je n'avais aucune idée, jusqu'à la toute fin, de qui gagnerait. |
γεμάτοςadjectif (emploi du temps) (μτφ: πρόγραμμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le dentiste a un emploi du temps serré et ne peut pas me recevoir avant demain. Ο οδοντίατρός μου έχει γεμάτο πρόγραμμα και έτσι δε μπορεί να με δει μέχρι αύριο. |
νύχιnom féminin (d'un oiseau) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'aigle saisit le mulot entre ses serres. Το γεράκι έπιασε το ποντίκι του αγρού με τα νύχια του. |
θερμοκήπιο, φυτώριο(horticulture) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απότομος(virage) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Soyez prudents, les virages sont très serrés sur cette départementale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στη συνέχεια πρέπει να πάρεις μια απότομη στροφή προς τα δεξιά στον επόμενο δρόμο. |
περιοριστικόςadjectif (vêtement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που με σφίγγει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θερμοκήπιο με αμπέλιαnom féminin (pour vigne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνωστισμόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'était un peu serré de faire entrer six personnes dans la voiture, mais ils ont réussi. |
περιορισμένος(corps,...) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
καλά ενωμένοςadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un bon menuisier fait des joints tellement serrés qu'ils sont invisibles. |
πολύ σφιχτός, κολλητός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στριμωγμένος(endroit) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Six étudiants vivaient dans une pièce exiguë. Έξι φοιτητές ζουν σε ένα στριμωγμένο δωμάτιο. |
κουβαριασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
στενός(positif) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Αυτό το πουκάμισο είναι λίγο στενό κάτω από τις μασχάλες. |
θερμοκήπιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le jardin d'hiver du vieil homme était rempli de plantes tropicales. |
δοκός ζεύξης(σε σκάλα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γραπωμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le cigare serré s'agitait de haut en bas alors que l'homme parlait. |
σφίγγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η βίδα είχε λασκάρει και έτσι ο Πωλ την έσφιξε. |
σφίγγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai eu peur quand il a serré les poings. Φοβήθηκα όταν έσφιξε τις γροθιές του. |
χτυπάωverbe transitif (chaussures) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ces chaussures me serrent (les pieds). Αυτά τα παπούτσια με χτυπάνε. |
κλείνω, σφίγγωverbe transitif (dans ses bras) (στα χέρια, στην αγκαλιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mère de Sarah la serra dans ses bras. Η μητέρα της Σάρας την έσφιξε στην αγκαλιά της. |
αγκαλιάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Serrez vos enfants dans vos bras. |
δένω(μταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι διαδηλωτές έδεσαν (or: ένωσαν) τα χέρια τους για να μην μπορέσει η αστυνομία να τους διώξει. |
χτυπάωverbe transitif (chaussures) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ces chaussures me serrent. |
σφίγγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nancy a serré la main de Paul pour le rassurer. |
σφίγγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En rencontrant l'homme qui avait sauvé la vie de sa femme, John a pris sa main et l'a serrée. |
σφίγγωverbe transitif (le poing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adam serra les poings à l'approche de son agresseur. |
πατάω, πιέζω, συμπιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert a pressé la bouteille de ketchup, essayant de faire sortir ce qui en restait. Ο Ρόμπερτ ζούληξε (or: ζούπηξε) το μπουκάλι της κέτσαπ προσπαθώντας να βγάλει και την τελευταία σταγόνα. |
κρατάω, κρατώ, πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anna serra fort sa raquette en entrant sur le court de tennis. Η Άννα κρατούσε γερά τη ρακέτα όταν μπήκε στο γήπεδο του τένις. |
δένω, σφίγγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σφίγγω, πιέζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le serpent a serré (or: comprimé) le corps de l'homme. |
σφίγγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Victor saisit les mains de Mona. Ο Βίκτωρ έσφιγγε τα χέρια της Μόνα. |
στύβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a serré le tube de mayonnaise tellement fort que j'en ai eu plein les trous de nez ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στύψε την πετσέτα να στραγγίξει το νερό και κρέμασέ την. |
στριμώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κράτημα, πιάσιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαλαρός, μπόσικος(corde,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La corde était lâche et Malcolm s'est rendu compte que Peter l'avait probablement lâchée à l'autre bout. Το σκοινί ήταν χαλαρό και η Μάλκολμ συνειδητοποίησε πως ο Πήτερ πρέπει να είχε αφήσει την άλλη άκρη. |
κορδέλα(από ύφασμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mon bandeau empêche la sueur de dégouliner sur mon visage. |
βιβλιοστάτηςnom masculin invariable (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les livres étaient maintenus en place par des serre-livres en bois. |
βιβλιοστάτηςnom masculin invariable (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Bob m'a offert une paire de serre-livres assortis en cadeau. |
στέκαnom masculin invariable (rigide) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σφιγκτήραςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κολλητά(figuré) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αποδέχομαι τη σκληρή πραγματικότηταinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανάκρισηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τροχοπεδητήςnom masculin (vieilli : cheminot) (παλαιό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολύ μικρόςlocution adjectivale (vêtement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Malheureusement, cette robe est encore un peu serrée. |
φαινόμενο του θερμοκηπίουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les températures augmentent peu à peu à cause de l'effet de serre. |
κλειστή/απότομη στροφήnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La maison se trouve tout juste après le virage serré. |
αέριο του θερμοκηπίουnom masculin (συνήθως πληθυντικός) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Plusieurs pays ont accepté de réduire leurs émissions de gaz à effet de serre. Πολλές χώρες έχουν συμφωνήσει να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. |
οικονομική στενότηταnom masculin Il m'a accordé un budget serré pour ce projet, les imprévus n'ont pas leur place. |
κλειστή στροφήnom masculin |
αγχωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκπομπές αερίων του θερμοκηπίουnom féminin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργάζομαι με πιεστική προθεσμίαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του serré στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του serré
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.