Τι σημαίνει το servir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης servir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του servir στο Γαλλικά.

Η λέξη servir στο Γαλλικά σημαίνει εξυπηρετώ, εξυπηρετώ, υπηρετώ, σερβίρω, είμαι σερβιτόρος, είμαι σερβιτόρα, συμμετέχω στη λειτουργία, βοήθεια, εξυπηρετώ, βοηθώ, εξυπηρετώ, σερβίρω, σερβίρω, παρέχω, προσφέρω, σερβίρω, παραθέτω, σερβίρω, χρησιμεύω, λειτουργώ, σερβίρω φαγητό, -, μοιράζω σε κπ, εξυπηρετώ, σερβίρω, μάχη, σύγκρουση, εργάζομαι, δουλεύω, σερβίρω, σερβίρω, σερβίρω, βάζω, χρήσιμος, χρησιμεύω, σερβίρω, βγάζω με την κουτάλα, βάζω με την κουτάλα, -, σερβίρω, σερβιρίζω, σερβίρω, σερβιρίζω, εξυπηρετώ, υπηρετώ, χρησιμεύω ως κτ, χρήσιμος, <div></div><div>(<i>πρόθεση</i>: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι <i>από</i> το σχολείο, πηγαίνω <i>προς</i> το σπίτι κλπ.)</div>, εφαρμόζω, λειτουργώ ως καταλύτης για κτ, επανδρώνω, για, καλό, που ξέρει από ηλεκτρονικούς υπολογιστές, θέση που μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω δημόσια για κπ θέμα, φανταριλίκι, φανταρικό, χρησιμεύω ως παράδειγμα, αποτελώ παράδειγμα, δεν ωφελώ σε τίποτα, φαίνομαι χρήσιμος σε κπ, μεσολαβώ, παίρνω, βάζω κτ με την κουτάλα, ψηφοθηρικός, παίρνω, τελειώνω με, βάζω, μεταφέρω, βάζω, βγάζω έξω, πετάω έξω, κρύβομαι, χρησιμοποιούμαι για κτ, παίρνω κτ χωρίς να ρωτήσω πρώτα, παίρνω κτ χωρίς να ζητήσω άδεια, δεν κάνω, επηρεάζω, σερβίρω υπερβολικά μεγάλη μερίδα, προσφέρω επίμονα, βασίζομαι, βασίζομαι σε κάτι, υπηρετώ στο στρατό, πάω, στέκομαι σαν πατέρας, θηλάζω παιδί που δεν είναι δικό μου, σερβίρω με κουτάλι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης servir

εξυπηρετώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les gens s'engagent dans la police pour servir leur communauté.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο προϊστάμενος λέει ότι η πρώτη του προτεραιότητα είναι να εξυπηρετεί τους πελάτες.

εξυπηρετώ

(client)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le vendeur est en train de servir un autre client maintenant.
Ο πωλητής εξυπηρετεί κάποιον άλλον πελάτη αυτή τη στιγμή.

υπηρετώ

verbe transitif (pour un domestique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alfred a servi Bruce Wayne avec dévouement.
Ο Άλφρεντ υπηρέτησε πιστά τον Μπρους Γουέιν.

σερβίρω

verbe intransitif (Tennis, Volley,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'est à qui de servir ? À moi, je crois.
Ποιος σερβίρει; Νομίζω εγώ.

είμαι σερβιτόρος, είμαι σερβιτόρα

(dans un restaurant, bar)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il sert dans ce restaurant depuis deux ans.
Είναι σερβιτόρος σε εκείνο το εστιατόρια εδώ και δύο χρόνια.

συμμετέχω στη λειτουργία

verbe intransitif (à l'église)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'enfant de chœur doit servir à l'église le dimanche.

βοήθεια

(υποστήριξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce dictionnaire ne m'est d'aucune aide (or: d'aucun secours).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η συνδρομή σας στην πραγματοποίηση του έργου ήταν σημαντική.

εξυπηρετώ

(Restauration)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il y avait plusieurs personnes pour servir les invités.

βοηθώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξυπηρετώ

verbe transitif (au restaurant,...) (ως σερβιτόρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gina servait un client au restaurant.
Η Τζίνα εξυπηρετούσε έναν πελάτη στο εστιατόριο.

σερβίρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σερβίρω

verbe transitif (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sers-moi de la purée, s'il te plaît.
Σέρβιρε μου σε παρακαλώ λίγο πουρέ.

παρέχω, προσφέρω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σερβίρω, παραθέτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les dames de la cantine servent le plat du jour : des boulettes de viande.

σερβίρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'est l'heure du thé, il me semble. Je vous sers ?

χρησιμεύω, λειτουργώ

verbe intransitif (tenir lieu de)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Parfois, un tournevis peut servir de burin.
Μερικές φορές ένα κατσαβίδι μπορεί να χρησιμεύσει ως (or: λειτουργήσει ως) κοπίδι.

σερβίρω φαγητό

verbe transitif (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À chaque visite, ma mère insiste pour me servir un énorme plat de spaghetti.

-

(personne : vieilli) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Martha servait (en tant que bonne).
Η Μάρθα δούλευε ως υπηρέτρια.

μοιράζω σε κπ

(Jeu de cartes) (χαρτιά)

εξυπηρετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σερβίρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Va te prendre ton propre café ; je ne suis pas là pour te servir !
Πάρε μόνος σου τον καφέ σου. Δεν είμαι εδώ για να σου κάνω τον σερβιτόρο!

μάχη, σύγκρουση

verbe intransitif (militaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le général a servi dans trois guerres.

εργάζομαι, δουλεύω

verbe intransitif (sur un bateau) (σε πλοίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
George n'avais jamais servi sur un bateau.

σερβίρω

(nourriture) (βάζω φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'employé de la cafétéria servit la purée sur un plateau.

σερβίρω

(de la nourriture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Isabelle a servi de la dinde et l'a placée au milieu de la table.

σερβίρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen servit un délicieux repas avec du poulet et des pommes de terres rôties.

βάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μπορείς να μου βάλεις ένα ποτήρι νερό;

χρήσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Même s'il pensait qu'il ne s'en servirait pas, le couteau s'avéra utile en fin de compte.

χρησιμεύω

verbe transitif indirect

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σερβίρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voulez-vous que je verse (or: serve) le vin ?
Θα ήθελες να σερβίρω το κρασί;

βγάζω με την κουτάλα, βάζω με την κουτάλα

verbe transitif (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Karen a mis la glace dans un bol.
Η Κάρεν έβαλε το παγωτό σε ένα μπολ.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ne prends pas le marteau. J'en ai besoin.
Μην πάρεις το σφυρί. Το χρειάζομαι.

σερβίρω, σερβιρίζω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les serveurs ont servi du rôti de bœuf et de la purée aux clients.
Οι σερβιτόροι σέρβιραν ροσμπίφ και πουρέ στους πελάτες.

σερβίρω, σερβιρίζω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a servi leur repas aux enfants.
Σέρβιρε (or: σερβίρισε) στα παιδιά το φαγητό τους.

εξυπηρετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oui, ce tournevis-là va particulièrement me servir.
Ναι, αυτό το κατσαβίδι μου κάνει μια χαρά.

υπηρετώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le sergent a servi dans l'armée pendant dix ans.

χρησιμεύω ως κτ

(chose)

Le bureau sert aussi de chambre d'ami.
Το γραφείο χρησιμεύει επίσης και ως ξενώνας.

χρήσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La carte est un peu petite mais je pense qu'elle peut être utile. Le nouvel matériel sera utile aux ouvriers.

<div></div><div>(<i>πρόθεση</i>: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι <i>από</i> το σχολείο, πηγαίνω <i>προς</i> το σπίτι κλπ.)</div>

(σκοπός χρήσης)

La petite fourchette est pour la salade, et la grande pour le plat principal.
Το μικρό πιρούνι είναι για τη σαλάτα, το μεγάλο για το κύριο πιάτο.

εφαρμόζω

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On a utilisé deux méthodes pour recenser la population.

λειτουργώ ως καταλύτης για κτ

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επανδρώνω

(soutenu : un équipage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le capitaine doit armer un équipage pour son navire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτό το ιστιοφόρο είναι επανδρωμένο με επαγγελματίες ναύτες.

για

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
J'ai mis un peu d'argent de côté pour mes vacances d'été.
Έβαλα λίγα χρήματα στην άκρη για τις καλοκαιρινές μου διακοπές.

καλό

(κάνει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
À quoi bon poser toutes ces questions si personne n'y répond ?

που ξέρει από ηλεκτρονικούς υπολογιστές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέση που μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω δημόσια για κπ θέμα

(Politique)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φανταριλίκι, φανταρικό

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρησιμεύω ως παράδειγμα, αποτελώ παράδειγμα

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν ωφελώ σε τίποτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φαίνομαι χρήσιμος σε κπ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Αυτό το αυτοκίνητο θα σου φανεί χρήσιμο για δέκα χρόνια ή κάτι τέτοιο.

μεσολαβώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Une personne extérieure a été sollicitée pour faire le médiateur (or: servir de médiateur) au sein du conflit.

παίρνω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai préparé des prospectus. Servez-vous.
Ετοίμασα μερικά ενημερωτικά φυλλάδια σε έντυπη μορφή. Πάρτε ελεύθερα.

βάζω κτ με την κουτάλα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψηφοθηρικός

(Can : politique) (δαπάνες, έξοδα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Servez-vous en biscuits.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Βάλε και άλλο κέικ.

τελειώνω με

(χρήση)

Tu en as fini avec ce journal ?
Τέλειωσες με την εφημερίδα;

βάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seth s'est servi de la soupe à la louche.

μεταφέρω

locution verbale (με αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand Jonathan s'est cassé la jambe, nous avons dû lui servir de chauffeur.

βάζω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle m'a servi un verre d'eau.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο μπάτλερ τους σέρβιρε άλλο κρασί μαζί με το επιδόρπιο.

βγάζω έξω, πετάω έξω

locution verbale (καθομ: πελάτη από μαγαζί)

κρύβομαι

verbe pronominal (μτφ: πίσω από κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χρησιμοποιούμαι για κτ

verbe transitif indirect

Les crayons servent à écrire.
Τα μολύβια χρησιμοποιούνται για γράψιμο.

παίρνω κτ χωρίς να ρωτήσω πρώτα, παίρνω κτ χωρίς να ζητήσω άδεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Πήρε γραφική ύλη από το γραφείο χωρίς να ζητήσει άδεια.

δεν κάνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η τρόμπα του ποδηλάτου δεν κάνει για να φουσκώσεις τα λάστιχα του αυτοκινήτου.

επηρεάζω

locution verbale (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les résultats de l'enquête des étudiants ont servi d'appui pour les futures pratiques d'enseignement.

σερβίρω υπερβολικά μεγάλη μερίδα

locution verbale (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσφέρω επίμονα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μου πρόσφεραν επίμονα κρασί πριν να μου αναφέρουν τα νέα.

βασίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βασίζομαι σε κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si je peux me servir de ton idée, j'aimerais y ajouter quelque chose.

υπηρετώ στο στρατό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Edward est soldat depuis vingt ans maintenant.

πάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un quart de leurs revenus est alloué à la nourriture.

στέκομαι σαν πατέρας

(συμπαραστέκομαι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le directeur de l'orphelinat sert de père à tous les enfants placés sous sa responsabilité.
Ο διευθυντής του ορφανοτροφείου στέκεται σαν πατέρας στα παιδιά που έχει στη φροντίδα του.

θηλάζω παιδί που δεν είναι δικό μου

(vieilli)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σερβίρω με κουτάλι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του servir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του servir

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.