Τι σημαίνει το utiliser στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης utiliser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του utiliser στο Γαλλικά.

Η λέξη utiliser στο Γαλλικά σημαίνει χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιούμενος, χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ, αξιοποιώ, έχω στη διάθεση μου, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, παίρνω, χρησιμοποιώ, αξιοποιώ, εξαργυρώνω, χρησιμοποιώ, αντλώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ κτ ως κτ, πολυχρηστικός, παρηχώ, βάζω απόστροφο, παίζω, σκονάκι, δεν χρησιμοποιώ στο έπακρο, δεν αξιοποιώ στο έπακρο, μειωμένο εισιτήριο επιστροφής, για το καλό κπ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ανέβασμα του τόνου, αξιοποιώ το χρόνο μου, διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου, καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα, χρησιμοποιώ κτ προς όφελός μου, με τη βία, σταμάτημα νότας, πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα, καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, χρησιμοποιώ μικρόφωνο, παίζω μουσική πατώντας το μαλακό πεντάλ, αντικαθιστώ κτ με κτ, εξαργυρώνω κτ για κτ, εξαργυρώνω κτ και παίρνω κτ, κάνω πιο απαλό με το μαλακό πεντάλ, αντικαθιστώ κτ με κτ, παίρνω με το κουτάλι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης utiliser

χρησιμοποιώ

verbe transitif (employer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il utilise différents outils pour fabriquer des meubles.
Χρησιμοποιεί διάφορα εργαλεία για να φτιάξει έπιπλα.

χρησιμοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'utilise souvent la bibliothèque du quartier pour emprunter des livres.
Συχνά χρησιμοποιώ την τοπική βιβλιοθήκη για να δανείζομαι βιβλία.

χρησιμοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu dois utiliser ton cerveau plus souvent.
Πρέπει να χρησιμοποιείς το μυαλό σου πιο συχνά.

χρησιμοποιώ

verbe transitif (exploiter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle l'a utilisé pour ce qu'elle voulait, et l'a quitté.

χρησιμοποιούμενος

verbe transitif (changement de sujet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quelqu'un utilise ce livre, ou est-ce que je peux l'emprunter ?

χρησιμοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce ragout permet d'utiliser tous les restes de votre frigo.

εφαρμόζω

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On a utilisé deux méthodes pour recenser la population.

χρησιμοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αξιοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'école a utilisé les vieilles écuries et les a converties en trois salles de classe.

έχω στη διάθεση μου

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon ami m'a dit que je pouvais utiliser son garage quand il est en vacances.

χρησιμοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le tailleur de pierres utilisait un ciseau pour creuser la pierre.
Ο λιθοκτίστης χρησιμοποίησε ένα καλέμι για να λαξεύσει την πέτρα.

χρησιμοποιώ, καταναλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai utilisé tous mes vêtements propres pour la semaine.
Χρησιμοποίησα όλα τα καθαρά ρούχα της εβδομάδας!

παίρνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette caméra utilise des batteries longue durée.

χρησιμοποιώ, αξιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous devons déployer toutes les stratégies possibles si l'on veut réussir.
Πρέπει να αξιοποιήσουμε (or: εκμεταλλευτούμε) όλες τις στρατηγικές που έχουμε διαθέσιμες αν θέλουμε να πετύχουμε.

εξαργυρώνω

(un bon cadeau,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si vous allez au supermarché, vous devriez en profiter pour échanger ce bon une fois sur place.
Εάν πας στο σούπερ μάρκετ, μπορείς να εξαργυρώσεις κι αυτό το κουπόνι.

χρησιμοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stefan est un artisan qui travaille le fer et l'or.

αντλώ, χρησιμοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pour réussir l'examen final, les étudiants doivent faire usage de tout ce qu'ils ont appris durant les cours.
Για να περάσουν τις τελικές εξετάσεις οι φοιτητές πρέπει να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις όλης της χρονιάς.

χρησιμοποιώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il faut travailler avec les matériaux que l'on a.
Πρέπει να χρησιμοποιήσεις τα υλικά που έχεις.

χρησιμοποιώ κτ ως κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La vipère utilise sa queue comme appât.

πολυχρηστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η κολοκύθα είναι ένα λαχανικό που έχει πολλές χρήσεις. Μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις σε πολλά γεύματα, όπως σε σούπες, σε πιάτα με κάρι και σε πιάτα με ζυμαρικά, ενώ μπορείς επίσης να τη σκαλίσεις για να φτιάξεις ένα φαναράκι.

παρηχώ

(rare) (γλωσσολογία: παρήχηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βάζω απόστροφο

(Rhétorique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω

(courant : un accord)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Comment est-ce que tu fais un accord de do à la guitare ?
Πώς παίζεις μια χορδή Α στην κιθάρα;

σκονάκι

(Scolaire) (σε εξετάσεις)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δεν χρησιμοποιώ στο έπακρο, δεν αξιοποιώ στο έπακρο

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μειωμένο εισιτήριο επιστροφής

nom masculin (για τρένο, την ίδια μέρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για το καλό κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(Musique, Piano)

ανέβασμα του τόνου

(Linguistique anglaise)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αξιοποιώ το χρόνο μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Isabel a profité au mieux de son temps au Royaume-Uni pour visiter autant d'endroits que possible

διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρησιμοποιώ κτ προς όφελός μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon père est allé dans cette université, donc je vais utiliser ça à mon avantage et le mentionner dans ma candidature.

με τη βία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταμάτημα νότας

(Musique, Piano) (μουσική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle m'a fait de l'œil, puis, a été toute gentille avec moi pour que je lui offre une nouvelle paire de chaussures.
Δεν κατάφερε να πείσει με γλυκόλογα τη δασκάλα της να της βάλει καλύτερο βαθμό. Μου έκανε ματάκια και μετά με έπεισε με γλυκόλογα να της αγοράσω ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια.

καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ron a eu plusieurs caries car il n'utilisait pas de fil dentaire assez régulièrement.

χρησιμοποιώ μικρόφωνο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il faut s'assurer d'utiliser le micro correctement quand on enregistre un chanteur.

παίζω μουσική πατώντας το μαλακό πεντάλ

locution verbale (Musique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντικαθιστώ κτ με κτ

ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Άλις χρησιμοποίησε σιτάλευρο αντί για άσπρο αλεύρι όταν έφτιαξε τα μπισκότα.

εξαργυρώνω κτ για κτ, εξαργυρώνω κτ και παίρνω κτ

(un bon cadeau,...)

Roberta a échangé (or: utilisé) un bon contre une bouteille de vin au supermarché.
Η Ρομπέρτα εξαργύρωσε ένα κουπόνι και πήρε ένα μπουκάλι κρασί στο σούπερ μάρκετ.

κάνω πιο απαλό με το μαλακό πεντάλ

(Musique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντικαθιστώ κτ με κτ

ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Άλις αντικατέστησε το άσπρο αλεύρι που ανέφερε η συνταγή με σιτάλευρο.

παίρνω με το κουτάλι

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Utilise une cuillère pour retirer le gras de la soupe lorsqu'elle refroidit.
Όταν κρυώσει η σούπα, πάρε το λίπος με ένα κουτάλι.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του utiliser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του utiliser

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.