Τι σημαίνει το service στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης service στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του service στο Γαλλικά.
Η λέξη service στο Γαλλικά σημαίνει εξυπηρέτηση, δρομολόγιο, υπηρεσία, υπηρεσία, θητεία, υπηρεσία, σέρβις, κουβέρ, σερβίτσιο, υπηρεσία, υπηρεσία, σερβίς, τμήμα, χάρη, κλινική, κουβέρ, φιλοδώρημα, σειρά σερβιρίσματος, καθήκον, σερβίς, υπηρεσία, μονάδα, κομισαριάτο, χάρη, σετ, φιλοδώρημα, δωμάτιο, καλοσύνη, υπηρεσία, ανέσεις, κέτερινγκ, catering, βενζινάδικο, πρακτορείο εισιτηρίων, σελφ σέρβις, ντράιβ-θρου, ΜΕΘ, βενζινάδικο, παραγγελία, υπηρεσία τηλεπικοινωνιών ευρείας περιοχής, Σταθμός Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών, ντράιβ-θρου, σερβίρω, -, επείγοντα, τελωνείο, βοηθάω, βοηθώ, κρατάω, εν ενεργεία, διαθέσιμος για υπηρεσία, εκτός λειτουργίας, εκτός χρήσης, εκτός λειτουργίας, με αυτοεξυπηρέτηση, με τραπέζια, στη διάθεση σου, στη δούλεψή μου, στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή, στο καθήκον, σε ενεργό υπηρεσία, στην υπηρεσία της Μεγαλειοτάτης, σύνθεση, υπόμνημα, σημείωμα, κέντρο εξυπηρέτησης, ζημιά, παράσημο, στρατιωτική θητεία, δίσκος, πίσω πόρτα, υπηρεσία δωματίου, σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών, υπεύθυνος μεταφορών, υπεύθυνη μεταφορών, πτέρυγα καρκινοπαθών, υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, εταιρεία ταχυμεταφορών, σετ με πιάτα και μαχαιροπήρουνα, νεκρώσιμη ακολουθία, συντηρητής, στρατιωτική θητεία, ταχυδρομική υπηρεσία, μητρώο, είσοδος προσωπικού και προμηθευτών, εμπορικός τομέας/βιομηχανία υπηρεσιών, γραμμή του σερβίς, ιστορικό απασχόλησης, υπηρεσία με τακτικά/πυκνά δρομολόγια, σερβίτσιο τσαγιού, σερβίτσιο τσαγιού, θητεία, εξυπηρέτηση πελατών, εξυπηρέτηση πελατών, ομάδα πωλητών, γραφείο διοίκησης, συμβουλευτική υπηρεσία, μεταβίβαση κλήσης, Τμήμα Καταγγελιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης service
εξυπηρέτησηnom masculin (à un client) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le service du magasin est excellent. Ils connaissent bien leur métier. Η εξυπηρέτηση στο κατάστημα είναι έξοχη. Ξέρουν καλά τι κάνουν. |
δρομολόγιοnom masculin (à une communauté) (μέσα συγκοινωνίας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le service de bus de la ville est excellent. Τα δρομολόγια των λεωφορείων στην πόλη είναι άψογα. |
υπηρεσίαnom masculin (domestique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a effectué trente ans de service chez nous. |
υπηρεσία, θητείαnom masculin (employé) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a pris sa retraite après vingt ans passés au service de la société. Πήρε σύνταξη μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας στην εταιρεία. |
υπηρεσίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Notre plate-forme offre de nouveaux services très appréciés des clients. |
σέρβιςnom masculin (restaurant, bar) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le service de ce restaurant était rapide et efficace. |
κουβέρnom masculin (frais, charge) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) En principe, le service n'est pas compris dans les restaurants américains. |
σερβίτσιοnom masculin (vaisselle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous avons acheté un service pour six. Les assiettes sont magnifiques. |
υπηρεσίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils lui ont coupé le service téléphonique car il n'avait pas payé sa facture. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κύριε, αν δεν τακτοποιήσετε τον λογαριασμό σας θα προβούμε σε διακοπή της υπηρεσίας. |
υπηρεσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cet organisme fait partie du service d'information médicale du gouvernement. |
σερβίςnom masculin (Tennis, Volley,...) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le service de ce pro était difficile à renvoyer. |
τμήμα(administration) (εταιρεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il travaille au service comptable. Δουλεύει στο λογιστικό τμήμα. |
χάρη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rends-moi service et prête-moi 50 $. Κάνε μου τη χάρη και δάνεισέ μου 50 δολάρια. |
κλινικήnom masculin (dans un hôpital) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'hôpital a ouvert un nouveau service de dermatologie. Το νοσοκομείο άνοιξε μια νέα δερματολογική κλινική. |
κουβέρ, φιλοδώρημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le service de 10% est inclus dans la note du restaurant. |
σειρά σερβιρίσματοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le café a deux services : un pour le petit-déjeuner, l'autre pour le déjeuner. Το καφέ έχει δυο σειρές σερβιρίσματος: μια για το πρωινό και μια για το μεσημεριανό. |
καθήκονnom masculin (Militaire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σερβίςnom masculin (Tennis, Volley,...) (τένις κλπ.) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Son service était si rapide que l'adversaire n'a pas pu le renvoyer. Το σερβίς του ήταν τόσο γρήγορο, που ο αντίπαλος δεν μπόρεσε να το αποκρούσει. |
υπηρεσίαnom masculin (militaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Soyez de service à 6 heures précises. |
μονάδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'hôpital a un service spécialisé en lésions médullaires. |
κομισαριάτοnom masculin (en URSS) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χάρη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σετ
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai la collection complète des œuvres de Dickens, reliée en cuir bleu. Έχω μια πλήρη σειρά του Ντίκενς, και τα βιβλία είναι δεμένα με μπλε δέρμα. |
φιλοδώρημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a laissé un pourboire de 15 %. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πάρε και €5 πουρμπουάρ. |
δωμάτιο(à l'hôpital) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Όταν έφτασε στο νοσοκομείο ο Ρικ ρώτησε σε ποιόν θάλαμο ήταν η γυναίκα του. |
καλοσύνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sean désirait trouver un moyen de remercier son ami pour sa gentillesse. |
υπηρεσία(Administration) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le bureau de l'immigration se charge des visas. |
ανέσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ma ville natale a peu d'aménagements (or: d'équipements) pour les touristes. Οι πόλη μου έχει ελάχιστες υποδομές για τους τουρίστες. |
κέτερινγκ, catering
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Cela fait dix ans qu'elle travaille dans la restauration et elle sait faire tourner une affaire. Δουλεύει στον τομέα του κέτερινγκ εδώ και δέκα χρόνια και ξέρει πολλά για τη διαχείριση μιας επιχείρησης. |
βενζινάδικοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On n'a presque plus d'essence. Il faut qu'on passe à la station-service. |
πρακτορείο εισιτηρίων
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ένα πρακτορείο εισιτηρίων μπορεί να σε βοηθήσει να κανονίσεις το ταξίδι σου στην Ασία. Θα δω αν το πρακτορείο εισιτηρίων έχει κάτι κατάλληλο. |
σελφ σέρβιςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il y a de plus en plus de caisse en libre-service dans les supermarchés. |
ντράιβ-θρου(anglicisme : type de restaurant) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ΜΕΘ(jargon) (συντομογραφία) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
βενζινάδικοnom féminin (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
παραγγελία(αγαθών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπηρεσία τηλεπικοινωνιών ευρείας περιοχής(aux États-Unis) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Σταθμός Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστώνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ντράιβ-θρου(anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σερβίρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'est l'heure du thé, il me semble. Je vous sers ? |
-(personne : vieilli) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Martha servait (en tant que bonne). Η Μάρθα δούλευε ως υπηρέτρια. |
επείγοντα(courant) Bobby est tombé et s'est blessé au bras, alors je l'ai conduit aux urgences. |
τελωνείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les douanes canadiennes vous font payer des taxes pour tout bien importé d'une valeur supérieure à 20$. Τα τελωνεία στον Καναδά χρεώνουν φόρους για όλα τα εισαγόμενα αγαθά αξίας άνω των 20 δολαρίων. |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous demandons à tous ceux qui le peuvent de bien vouloir aider. Ζητάμε να επικουρήσουν όλοι όσοι μπορούν. |
κρατάω(la caisse) (μτφ, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je tenais la caisse pendant que Stéphane servait la bière. Εγώ κρατούσα το ταμείο όσο ο Στιβ έβαζε μπύρα. |
εν ενεργεία(soldat) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
διαθέσιμος για υπηρεσίαlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le policier était de service, raison pour laquelle il refusa le verre de vin. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο οικογενειακός μου γιατρός είναι διαθέσιμος για υπηρεσία κάθε Σαββατόβραδο για έκτακτα περιστατικά ασθενών. |
εκτός λειτουργίαςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτός χρήσης, εκτός λειτουργίαςlocution adjectivale |
με αυτοεξυπηρέτησηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με τραπέζιαlocution adjectivale (εστιατόριο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στη διάθεση σουadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στη δούλεψή μουlocution adverbiale (παλαιό, καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'homme d'affaires avait six personnes à son service. Ο επιχειρηματίας έδινε δουλειά σε έξι άτομα. |
στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Je serai à ton service. |
στο καθήκον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε ενεργό υπηρεσίαlocution adjectivale (soldat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στην υπηρεσία της Μεγαλειοτάτης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σύνθεσηnom masculin (ομάδας, παίκτες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Consulte le tableau de service pour connaître tes heures de travail la semaine prochaine. Κοίταξε το πρόγραμμα για να δεις ποιες ώρες δουλεύεις την επόμενη εβδομάδα. |
υπόμνημα, σημείωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La secrétaire a distribué une note de service détaillant les changements. Η γραμματέας κυκλοφόρησε ένα υπόμνημα όπου αναφέρονταν λεπτομερώς οι αλλαγές. |
κέντρο εξυπηρέτησης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζημιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παράσημοnom masculin (distinction militaire britannique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στρατιωτική θητείαnom féminin |
δίσκοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πίσω πόρταnom féminin Dans cette maison, la porte de derrière donne directement sur la cuisine. |
υπηρεσία δωματίου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Dans un hôtel c'est souvent plus facile d'appeler le service de chambre plutôt que d'aller manger dehors. |
σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών(courant) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Il s'est arrêté sur l'aire d'autoroute pour manger et aller aux toilettes. |
υπεύθυνος μεταφορών, υπεύθυνη μεταφορών
Le directeur des transports est responsable de surveiller les activités de manutention de la marchandise. |
πτέρυγα καρκινοπαθώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υποχρεωτική στρατιωτική θητείαnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία ήταν γνωστή στη Μεγάλη Βρετανία ως «Εθνική Θητεία». |
εταιρεία ταχυμεταφορώνnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σετ με πιάτα και μαχαιροπήρουναnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un des cadeaux de mariage était un service de table pour douze. |
νεκρώσιμη ακολουθία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συντηρητήςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Appelle le service d'entretien tout de suite, le radiateur est en train de fuir sur le parquet ! |
στρατιωτική θητείαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En Espagne, le service militaire obligatoire a été aboli en 2001. |
ταχυδρομική υπηρεσίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μητρώο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
είσοδος προσωπικού και προμηθευτώνnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le propriétaire du restaurant a demandé que les livraisons se fassent à l'entrée de service. |
εμπορικός τομέας/βιομηχανία υπηρεσιώνnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γραμμή του σερβίςnom féminin (τένις) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ιστορικό απασχόλησηςnom masculin pluriel (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπηρεσία με τακτικά/πυκνά δρομολόγιαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il y a un service de navette gratuit entre le parking et le centre commercial. |
σερβίτσιο τσαγιούnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σερβίτσιο τσαγιούnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est un service à thé complet avec sa théière et ses quatre tasses. |
θητείαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Durant sa dernière période de service, le soldat a été blessé au combat. |
εξυπηρέτηση πελατώνnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il faut aimer écouter les gens se plaindre quand on travaille au service consommateurs. |
εξυπηρέτηση πελατών(par téléphone surtout) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Διαρκώς πρέπει να υποβάλλω παράπονα για την εξυπηρέτηση πελατών σε αυτό το κατάστημα. |
ομάδα πωλητώνnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραφείο διοίκησηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συμβουλευτική υπηρεσίαnom masculin |
μεταβίβαση κλήσηςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Τμήμα Καταγγελιώνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les coordonnées du service des réclamations figurent sur le côté de l'emballage. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του service στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του service
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.