Τι σημαίνει το shadow στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης shadow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shadow στο Αγγλικά.
Η λέξη shadow στο Αγγλικά σημαίνει σκιά, φάντασμα, σκιά, σκιά, σκιώδης, προμήνυμα, σκιά, σκιάζω, κρύβω, ακολουθώ, παρακολουθώ, μαθητεύω, ακολουθώ, συνοδεύω, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, πέραν αμφιβολίας, επισκιάζω, ρίχνω σκιά, ρίχνω τη σκιά μου, σκιά ματιών, γενάκι, μουσάκι, κάνω πρακτική δίπλα σε κάποιον, πρακτική, σκιά, ομβροσκιά, υψηλόβαθμα στελέχη αντιπολίτευσης, ίχνος αμφιβολίας, θέατρο σκιών, κάνω σκιαμαχία, παριστάνω ότι επιλύω, παριστάνω ότι αντιμετωπίζω, κορνίζα, χωρίς αμφιβολία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης shadow
σκιάnoun (dark shape cast by sun, etc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Her shadow lengthened as the afternoon drew on. Ο ίσκιος της μάκραινε καθώς πλησίαζε το απόγευμα. |
φάντασμαnoun (literary (ghost) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A shadow haunts the graveyard. Ένα φάντασμα στοιχειώνει το νεκροταφείο. |
σκιάnoun (figurative (vestige) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He is just a shadow of his old self. Δεν είναι παρά μια σκιά του παλιού του εαυτού. |
σκιάplural noun (unlit area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He hid in the shadows. Κρυβόταν στις σκιές. |
σκιώδηςadjective (UK (politics: in opposition) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The shadow trade minister denounced the new ruling. Ο σκιώδης υπουργός εμπορίου αποδοκίμασε τη νέα απόφαση. |
προμήνυμαnoun (premonition) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My grandma claimed to see shadows of the future. |
σκιάnoun (figurative (companion) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The nurse was the doctor's shadow. |
σκιάζωtransitive verb (shade) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trees shadowed the yard. |
κρύβωtransitive verb (literary (obscure) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Her hair shadowed her face. |
ακολουθώ, παρακολουθώtransitive verb (follow) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The detective shadowed the suspect. |
μαθητεύωtransitive verb (be apprentice to) (δίπλα σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ken shadowed the chef for two years before working on his own. Ο Κεν ήταν μαθητής του σεφ για δύο χρόνια πριν δουλέψει μόνος του. |
ακολουθώ, συνοδεύωtransitive verb (figurative (accompany to learn) (για απόκτηση εμπειρίας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Interns shadow different employees to learn their jobs. The little girl is shadowing her father at work today. |
αναμφίβολα, αδιαμφισβήτηταadverb (undeniably) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) This is beyond doubt the best song on the CD. |
πέραν αμφιβολίαςadjective (certain) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The theory of evolution is scientifically beyond doubt. |
επισκιάζωverbal expression (figurative (create a gloomy mood) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark's death has cast a shadow over the whole event. |
ρίχνω σκιά, ρίχνω τη σκιά μουverbal expression (block the light) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The tree cast a shadow over the lawn. |
σκιά ματιώνnoun (make-up for the eyelids) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She was wearing far too much eye shadow. My wife always takes forever to put on her eye shadow! Φορούσε υπερβολικά πολλή σκιά ματιών. Η γυναίκα μου πάντα κάνει ώρες για να βάλει σκιά στα μάτια της! |
γενάκι, μουσάκιnoun (informal (stubble on a man's chin) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My beard grows so quickly that I always have a five o'clock shadow by lunchtime. |
κάνω πρακτική δίπλα σε κάποιονverbal expression (UK (work alongside [sb] for experience) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
πρακτικήnoun (working alongside [sb] for experience) (δίπλα σε κάποιον έμπειρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκιάnoun ([sth] or [sb] weaker than before) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Following his long illness he is a mere shadow of his former self. Μετά τη μακρόχρονη ασθένειά του δεν είναι παρά μια σκιά του παλιού του εαυτού. |
ομβροσκιάnoun (meteorology) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υψηλόβαθμα στελέχη αντιπολίτευσηςnoun (UK (opposition party's highest MPs) (ΗΒ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ίχνος αμφιβολίαςnoun (figurative (slight uncertainty) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) There's not the shadow of a doubt that he's guilty of the murder. |
θέατρο σκιώνnoun (silhouette puppet show) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω σκιαμαχίαintransitive verb (practise boxing alone) (προπόνηση χωρίς αντίπαλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παριστάνω ότι επιλύω, παριστάνω ότι αντιμετωπίζωintransitive verb (figurative (pretend to deal with a problem) (πρόβλημα, κατάσταση) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κορνίζαnoun (shallow display case) (για αναμνηστικά κλπ.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χωρίς αμφιβολίαadverb (definitely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Without a doubt, this is the best chocolate cake I've ever tasted. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shadow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του shadow
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.