Τι σημαίνει το shake στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shake στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shake στο Αγγλικά.

Η λέξη shake στο Αγγλικά σημαίνει ανακινώ, σείομαι, δονούμαι, τραντάζομαι, τρέμω, μιλκ σέικ, κραδαίνω, παρακινώ, παροτρύνω, κουνάω κτ με σκοπό να πέσει κτ, κουνάω, ταράζω, αναστατώνω, συγκλονίζω, κλονίζω, κουνάω, ξεφεύγω, ξετινάζω, κάνω εξονυχιστικό έλεγχο σε κπ/κτ, προσαρμόζομαι, εξετάζω, χαλαρώνω, συμβαίνω, αναδεύω, ανακατεύω, αναστατώνω, συγκλονίζω, ανακατατάσσω, αναδιοργανώνω, δίκαιη μεταχείριση, μίλκσεϊκ, πρωτεϊνούχο ρόφημα, Βιάσου!, χαιρετώ δια χειραψίας, δίνω τα χέρια για κτ, ξετινάζω, τινάζω, ξεφεύγω, ξεφορτώνομαι, τινάζω, τινάζω κτ από κτ, εξυγίανση αγοράς, ριζική αναδιοργάνωση, κουνώ το κεφάλι μου, εκβιασμός, δοκιμή, δοκιμαστικός, εξονυχιστική έρευνα, εξυγίανση της αγοράς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shake

ανακινώ

transitive verb (agitate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shake the medicine to mix it.
Ανακινήστε το φάρμακο για να το αναμίξετε.

σείομαι, δονούμαι, τραντάζομαι

intransitive verb (vibrate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The building shook in the earthquake.
Το κτίριο ταρακουνήθηκε με το σεισμό.

τρέμω

intransitive verb (person: tremble)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She was shaking with cold.
Έτρεμε από το κρύο.

μιλκ σέικ

noun (drink: milkshake)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
This place serves the best malted shakes.

κραδαίνω

transitive verb (brandish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He angrily shook a stick at them.
Κράδαινε θυμωμένα το ραβδί του.

παρακινώ, παροτρύνω

transitive verb (figurative (prompt [sb]) (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This news will shake people into action.

κουνάω κτ με σκοπό να πέσει κτ

transitive verb (dislodge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Shake the fruit from the tree.
Κούνησε το δέντρο για να πέσουν τα φρούτα.

κουνάω

transitive verb (cause to sway)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wind was shaking the trees.

ταράζω, αναστατώνω, συγκλονίζω

transitive verb (figurative (disturb deeply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This bad news will shake her.

κλονίζω

transitive verb (cause to doubt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scientific proof might shake his faith.

κουνάω

transitive verb (dice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shake the dice and roll them.

ξεφεύγω

transitive verb (slang (elude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't shake the police!
Δεν μπορώ να ξεφύγω από την αστυνομία.

ξετινάζω

phrasal verb, transitive, separable (slang, chiefly US (extort money, blackmail) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω εξονυχιστικό έλεγχο σε κπ/κτ

phrasal verb, transitive, separable (slang, chiefly US (search completely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσαρμόζομαι

phrasal verb, intransitive (adapt to new situation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξετάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (chiefly US (ship, airplane: test)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλαρώνω

phrasal verb, transitive, separable (loosen muscle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's good to shake out sore muscles after exercising.

συμβαίνω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (transpire, happen)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναδεύω, ανακατεύω

phrasal verb, transitive, separable (mix by shaking) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You must shake up the medicine before drinking it.
Πρέπει να αναδεύσεις το φάρμακο πριν το πιεις.

αναστατώνω, συγκλονίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (shock, upset) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The news that her husband had lost his job shook Leah up.
Τα νέα ότι ο σύζυγός της έχασε τη δουλειά του αναστάτωσαν τη Λία.

ανακατατάσσω, αναδιοργανώνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (reorganize, reform) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίκαιη μεταχείριση

noun (US, informal (equal opportunity, just treatment)

μίλκσεϊκ

noun (beverage: milk and ice cream) (ρόφημα)

Would you like a milkshake with your burger and fries?
Θα ήθελες ένα μίλκσεϊκ μαζί με το χάμπουργκερ και τις πατάτες σου;

πρωτεϊνούχο ρόφημα

noun (milk drink with extra protein)

Βιάσου!

interjection (informal, figurative (Hurry up!) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαιρετώ δια χειραψίας

verbal expression (greet each other by clasping hands)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The two businesswomen shook hands.
Οι δυο επιχειρηματίες χαιρετήθηκαν δια χειραψίας.

δίνω τα χέρια για κτ

verbal expression (deal: agree) (επισφράγιση συμφωνίας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The two men shook hands on the deal.

ξετινάζω

verbal expression (slang, figurative (free oneself from [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τινάζω

(remove by shaking) (κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shake the dust off your sandals before you come in the house.
Τίναξε τη σκόνη από τα σανδάλια σου πριν μπεις μέσα στο σπίτι.

ξεφεύγω

(figurative (evade: [sb] following) (από κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Someone was following me, but I managed to shake him off.
Κάποιος με ακολουθούσε, αλλά κατάφερα να του ξεφύγω.

ξεφορτώνομαι

(informal, figurative (free yourself of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I just can't shake off this cold.
Απλά δεν μπορώ να ξεφορτωθώ αυτό το κρύωμα.

τινάζω

(clean by shaking)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τινάζω κτ από κτ

verbal expression (remove [sth] by shaking)

I took the dust sheets outside and shook the dust out of them.

εξυγίανση αγοράς

noun (economy: decline in security value)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ριζική αναδιοργάνωση

noun (figurative (radical reorganization)

Fifty employees were made redundant as part of a shake-up of the company.

κουνώ το κεφάλι μου

verbal expression (move from side to side)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Geoff shook his head in disbelief at the news.

εκβιασμός

noun (US, slang (extortion, esp. blackmail)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
These allegations are nothing but a shakedown.

δοκιμή

noun (US (initial trial and adjustments)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ship's shakedown went smoothly and very few adjustments were necessary.

δοκιμαστικός

noun as adjective (US (done as trial, preparatory to regular use)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We're taking the new RV out on a short shakedown trip this weekend; would you like to come along?

εξονυχιστική έρευνα

noun (US (thorough search) (για μέρος ή άτομα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξυγίανση της αγοράς

noun (failure of businesses due to competition)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
After the shakeout, only a few businesses were left in the city.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shake στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shake

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.