Τι σημαίνει το sheep στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sheep στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sheep στο Αγγλικά.
Η λέξη sheep στο Αγγλικά σημαίνει πρόβατο, πρόβατο, άγριο πρόβατο, μαύρο πρόβατο, μαύρο πρόβατο, μετράω προβατάκια, αγριοκάτσικα, στάνη, εκτροφείο προβάτων, κτηνοτρόφος με πρόβατα, τσοπάνης, εκτροφή προβάτων, μεγάλη στάνη, ράντσο με πρόβατα, κλοπή προβάτων, μαντρί, αγρόκτημα εκτροφής προβάτων, τσοπανόσκυλο, μαντρί, κπ που δεν είναι τόσο αθώος όσο φαίνεται. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sheep
πρόβατοnoun (invariable (animal: ovine) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sheep mainly eat grass. Τα πρόβατα τρώνε κυρίως χορτάρι. |
πρόβατοnoun (figurative, invariable (obedient person) (μεταφορικά, αποδοκιμασίας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They are sheep, and do not think for themselves. Πρόβατα είναι, δεν σκέφτονται μόνοι τους. |
άγριο πρόβατοnoun (wild sheep) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bighorn sheep roam wild in the Rocky Mountains. |
μαύρο πρόβατοnoun (figurative (misfit, estranged family member) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My brother is the black sheep of the family. |
μαύρο πρόβατοnoun (literal (sheep with black wool) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μετράω προβατάκιαverbal expression (try to fall asleep) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) One of the best ways to fall asleep is to count sheep. Ο καλύτερος τρόπος για να κοιμηθείς είναι να μετράς προβατάκια. |
αγριοκάτσικαnoun (invariable (wild sheep in mountainous area) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
στάνη, εκτροφείο προβάτωνnoun (place where sheep are raised) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The children always enjoyed visiting the sheep farm. |
κτηνοτρόφος με πρόβατα, τσοπάνηςnoun ([sb] who raises sheep) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Everyone I met on the ranch in New Zealand was a sheep farmer. |
εκτροφή προβάτωνnoun (agriculture: sheep raising) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Up in Idaho a lot of people try to make a little money from sheep farming. |
μεγάλη στάνη, ράντσο με πρόβαταnoun (large farm where sheep are raised) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The large sheep ranch had over one thousand sheep. |
κλοπή προβάτωνnoun (smuggling of sheep) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μαντρίnoun (farming: shelter for sheep) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The sheep sheltered in the sheep shed during the storm. |
αγρόκτημα εκτροφής προβάτωνnoun (AU, NZ (large sheep-raising property) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τσοπανόσκυλοnoun (dog that herds sheep) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A huge sheepdog suddenly jumped over the fence. |
μαντρίnoun (pen for sheep) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κπ που δεν είναι τόσο αθώος όσο φαίνεταιnoun (figurative ([sb] dangerous who looks harmless) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After he stole from the company we realized that Joe was a wolf in sheep's clothing. Αφού έκλεψε από την εταιρεία καταλάβαμε ότι ο Τζο δεν ήταν τόσο αθώος όσο φαινόταν. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sheep στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του sheep
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.