Τι σημαίνει το sheet στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sheet στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sheet στο Αγγλικά.

Η λέξη sheet στο Αγγλικά σημαίνει σεντόνι, φύλλο, στρώση, λαμαρίνα, φύλλο γυαλιού, φύλλο, στρώμα πάγου, σκότα, φύλλο γραμματοσήμων, πλάκα, ετήσιος ισολογισμός, απουσιολόγιο, λαμαρίνα, οικονομικός ισολογισμός, σεντόνι, σκονάκι, σημειώσεις, καινούρια αρχή, νέα αρχή, νέο ξεκίνημα, λαμαρίνα, συνοδευτική σελίδα, σκονάκι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, προστατευτικό σεντόνι, πρώτο φύλλο, πληροφοριακό δελτίο, φυλλάδιο, φύλλο πληροφοριών, σεντόνι με λάστιχο, σεντόνι χωρίς λάστιχο, διάγραμμα ροής, διάγραμμα ιεραρχίας, υπόστρωμα, γεωύφασμα, φύλλο πάγου, ενημερωτικό φυλλάδιο, διάταξη, φύλλο, κατάσταση μισθοδοσίας, δοκιμαστική εκτύπωση, φύλλο καταγραφής, πίνακας του σκορ, υαλοπίνακας, φύλλο γυαλιού, λαμαρίνα, μεταλλικό έλασμα, φύλλο μετάλλου, παρτιτούρα, φύλλο χαρτί, πασσαλοσανίδα, φύλλο εγγραφής, έντυπο υπογραφής, φύλλο εργασίας, φυλλάδιο όρων, δελτίο απασχόλησης, άσπρος σαν πανί, φύλλο εργασιών, φύλλο ασκήσεων, φύλλο προόδου, φύλλο εργασιών, φύλλο εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sheet

σεντόνι

noun (bed linen)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We change the sheets on the bed every week.
Αλλάζουμε τα σεντόνια κάθε βδομάδα.

φύλλο

noun (leaf of paper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A ream consists of 500 sheets of paper.
Μια δεσμίδα αποτελείται από 500 κόλλες χαρτί.

στρώση

noun (layer, covering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lay a sheet of aluminium foil over the pan.
Βάλε μια στρώση αλουμινόχαρτο στο ταψί.

λαμαρίνα

noun (flat baking tray)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We baked the muffins on a cookie sheet.
Ψήσαμε τα μάφιν σε μια λαμαρίνα.

φύλλο γυαλιού

noun (pane of glass)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Because the window had an odd shape, we had to cut a new windowpane out of a larger sheet.

φύλλο

noun (flat metal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The metalworker shaped the flat sheet of steel.

στρώμα πάγου

noun (layer of ice)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
After the freezing rain, there is a sheet of ice covering the car.

σκότα

noun (nautical: sail rope) (ζαργκόν: ναυτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sheet broke in the storm, and the sailors struggled to repair it.

φύλλο γραμματοσήμων

noun (booklet of stamps)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I bought three sheets of stamps at the post office.

πλάκα

noun (geology: horizontal rock)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Over millions of years one sheet of rock moved over the other.

ετήσιος ισολογισμός

noun (financial statement for a year) (λογιστική)

The company announced significant profits on the annual balance sheet.

απουσιολόγιο

noun (register)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The attendance sheet will tell us if you are attending classes.

λαμαρίνα

noun (flat tray for baking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Remove the cookies from the baking sheet and put them on the plate. Non-stick baking sheets are much easier to clean.
Τα αντικολλητικά ταψιά είναι πολύ ευκολότερα στο καθάρισμα.

οικονομικός ισολογισμός

noun (accounts document)

The balance sheet shows a healthy increase in profits.
Ο οικονομικός ισολογισμός δείχνει υγιή αύξηση των κερδών.

σεντόνι

noun (often plural (linen for a bed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At the hotel, they make sure to change the bed sheets every day.

σκονάκι

noun (informal (exam: notes for cheating) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The student hid a cheat sheet up his sleeve.

σημειώσεις

noun (figurative, informal (study: reference notes) (βοήθημα για μελέτη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The teacher distributed cheat sheets to the class to help them study for the exam.

καινούρια αρχή, νέα αρχή

noun (UK, figurative (clean slate)

νέο ξεκίνημα

noun (figurative (fresh start)

λαμαρίνα

noun (flat baking tray)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I prefer a cookie sheet made from stainless steel, not aluminum.

συνοδευτική σελίδα

noun (top page of a document)

The faxed document was five pages plus a cover sheet.

σκονάκι

noun (UK, informal (cheat sheet) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The student wrote out a crib sheet to help her revise for her exam.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (theatre: list of cues)

The stage manager has prepared a cue sheet for all the technicians.

προστατευτικό σεντόνι

noun (large protective cloth)

πρώτο φύλλο

noun (paper at front or back of a book) (ανάλογα τη θέση)

πληροφοριακό δελτίο, φυλλάδιο, φύλλο πληροφοριών

noun (information page)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The fact sheet explains the pertinent details of the car.

σεντόνι με λάστιχο

noun (elasticised bed linen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Is this fitted sheet for the single bed or the double?

σεντόνι χωρίς λάστιχο

noun (bed linen)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It takes a little longer to make a bed with a flat sheet rather than a fitted sheet.

διάγραμμα ροής

noun (diagram of a process)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
In the training materials, a flowchart of the standard procedure is included.

διάγραμμα ιεραρχίας

noun (computing: system or procedure diagram)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Flowcharts can be used to visualize new algorithms.

υπόστρωμα

noun (camping: cover for the ground) (κάτω από την σκηνή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We pitched camp in the dark, and forgot to lay the ground sheet - we woke up sopping wet in the morning.

γεωύφασμα

noun (fabric for covering ground)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλλο πάγου

noun (layer of ice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At one time an ice sheet covered most of the Northern part of the North American continent, now ice sheets only exist in Greenland and Antarctica.

ενημερωτικό φυλλάδιο

noun (informative document, factsheet)

The information sheet tells you how you should use the medicine.

διάταξη

noun (printing: page template) (εκτύπωση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Harry uses the layout sheet to plan the design of each page of the newsletter.

φύλλο

noun (flat thin piece of pastry) (μεταφορικά: μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Unroll a pastry sheet and lay it on a baking tray.

κατάσταση μισθοδοσίας

noun (payroll, list of salaried workers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
According to their accounting office, I'm still not on the pay sheet though I've been working there for weeks.

δοκιμαστική εκτύπωση

noun (uncorrected printer's page)

The proof sheets had several typographic errors which were corrected in the final printing.

φύλλο καταγραφής

noun (document used for tracking [sth])

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The students used a record sheet to write down the results of their experiment.

πίνακας του σκορ

noun (sport: page for recording results)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
According to the score sheet I'm winning!

υαλοπίνακας, φύλλο γυαλιού

noun (glass in flat sheet form)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cutting sheet glass is best left to expert professionals.

λαμαρίνα

noun (iron in flat panels)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the shipyard you could see stacks of sheet iron everywhere.

μεταλλικό έλασμα, φύλλο μετάλλου

noun (metal in flat sheet form)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I used to run a machine that bent sheet metal into various shapes.

παρτιτούρα

noun (music: written score)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Harry found the sheet music for the song in the music shop.

φύλλο χαρτί

noun (paper: single leaf)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She found a sheet of paper and wrote a note. It will only require one sheet of paper to take this test. Pencils ready?
Βρήκε ένα φύλλο χαρτί και έγραψε ένα σημείωμα. Χρειάζεται μόνο ένα φύλλο χαρτί για να κάνετε το τεστ. Έχετε έτοιμα τα μολύβια;

πασσαλοσανίδα

noun (civil engineering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φύλλο εγγραφής, έντυπο υπογραφής

noun (register signed on entry) (προσέλευση, παρουσία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φύλλο εργασίας

noun (outline of jobs to be done)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φυλλάδιο όρων

noun (business contract document)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δελτίο απασχόλησης

noun (record of hours worked)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άσπρος σαν πανί

adjective (informal, figurative (pale: from shock, fright, etc.) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You look like you've seen a ghost – you're white as a sheet!

φύλλο εργασιών, φύλλο ασκήσεων

noun (school: sheet of exercises) (σχολείο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The teacher handed round worksheets for the students to fill in.
Ο δάσκαλος μοίρασε φύλλα ασκήσεων για να τα συμπληρώσουν οι μαθητές.

φύλλο προόδου, φύλλο εργασιών

noun (record of work in progress)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The foreman referred to the worksheet to see which jobs were still outstanding.

φύλλο εργασίας

noun (accountancy: preliminary document)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The accountant enters the figures on a worksheet before preparing the final statement.
Ο λογιστής περνά τα νούμερα σε ένα φύλλο εργασίας πριν ετοιμάσει την τελική δήλωση.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sheet στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sheet

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.