Τι σημαίνει το pen στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pen στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pen στο Αγγλικά.

Η λέξη pen στο Αγγλικά σημαίνει στυλό, κοτέτσι, μαντρί, γράφω, συγγράφω, πένα, ψειρού, στενή, μπουζού, κλείνω, μαντρώνω, φυλακίζω, μαντρώνω, στιλό διαρκείας, μαρκαδόρος, μαντρί, bullpen, αναπληρωματικός ρίπτης, κρατητήριο, μαντρί βοοειδών, πένα, μαρκαδόρος ασπροπίνακα, μαρκαδόρος, μαρκαδόρος, μαρκαδοράκι, στιλό, μαρκαδοράκι, στυλό, πένα, μαρκαδόρος, κλιπ στυλό, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, φίλος δι' αλληλογραφίας, φίλη δι' αλληλογραφίας, καλαμαράς, χαρτογιακάς, γραφιάς, σουγιαδάκι, επιστολή μίσους, ξεκινώ να γράφω, αρχίζω να γράφω, πένα από φτερό, στυλό από καλάμι, Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει.. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pen

στυλό

noun (writing tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A pen is an implement for writing with ink.
Το στυλό είναι ένα εργαλείο για να γράφεις με μελάνι.

κοτέτσι

noun (chickens: coop)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We hold the chickens in pens by the barn.
Έχουμε τις κότες σε κοτέτσι δίπλα στον στάβλο.

μαντρί

noun (sheep: corral)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sheepdogs help a shepherd to get his sheep into a pen.
Τα τσοπανόσκυλα βοηθούν τους βοσκούς να μαζέψουν τα πρόβατά τους στο μαντρί.

γράφω, συγγράφω

transitive verb (literary (write)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The poet penned the book in 1832.
Ο ποιητής έγραψε το βιβλίο του το έτος 1832.

πένα

noun (figurative (writer) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Shakespeare was the finest pen in Elizabethan England.

ψειρού, στενή, μπουζού

noun (US, slang, figurative (jail) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My brother got sent to the pen for twelve years.

κλείνω, μαντρώνω

phrasal verb, transitive, separable (enclose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The soldiers could not escape; they were penned in by enemy snipers.

φυλακίζω

phrasal verb, transitive, separable (enclose)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The chickens were penned in by a wire fence.

μαντρώνω

phrasal verb, transitive, separable (enclose in a pen, fenced area)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cattle are penned up outside the slaughterhouse.

στιλό διαρκείας

noun (pen with rolling ball bearing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would rather use a fountain pen than a ballpoint pen.
Προτιμώ να χρησιμοποιώ πένα παρά στιλό διαρκείας.

μαρκαδόρος

noun (marker for writing on a whiteboard) (για πίνακα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαντρί

noun (US (cattle enclosure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

bullpen

noun (baseball: pitchers’ warmup area) (χώρος προθέρμανσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αναπληρωματικός ρίπτης

noun (baseball: relief pitchers) (μπέιζμπολ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κρατητήριο

noun (US, informal (temporary cell for prisoners)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαντρί βοοειδών

noun (enclosure for livestock)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cows waiting to be sold are kept in the cattle pen.

πένα

noun (nib pen without own ink supply) (γραφής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαρκαδόρος ασπροπίνακα

noun (erasable whiteboard pen)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μαρκαδόρος

noun (fiber-tipped marker pen)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You can write on anything with a felt pen -- paper, wood, even metal.
Με μαρκαδόρο μπορείς να γράψεις πάνω σε οτιδήποτε: χαρτί, ξύλο, ακόμα και μέταλλο.

μαρκαδόρος

noun (informal (fiber-tipped marker pen)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mark the position on the wall using a felt tip. My daughter loves colouring with felt tips.

μαρκαδοράκι

noun (fiber-tipped marker)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στιλό

noun (refillable ink pen)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Those ink stains on his shirt are from his fountain pen.

μαρκαδοράκι

noun (writing tool using opaque ink) (στυλό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στυλό

noun (historical writing instrument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He signed with an ink pen, then used blotting paper to dry the page.

πένα

noun (pen that uses ink)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαρκαδόρος

noun (for writing) (ζωγραφική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The child drew on the page with brightly colored markers.
Το παιδί ζωγράφισε στη σελίδα με μαρκαδόρους με έντονα χρώματα.

κλιπ στυλό

noun (device for attaching a pen)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καλλιτεχνικό ψευδώνυμο

noun (writer's alias)

Writer Samuel Clemens used the pen name Mark Twain.

φίλος δι' αλληλογραφίας, φίλη δι' αλληλογραφίας

noun (friend with whom one corresponds)

When I was a child, I had a penpal in Mexico to whom I wrote letters.
Όταν ήμουν παιδί είχα έναν φίλο δι' αλληλογραφίας από το Μεξικό, στον οποίο έγραφα γράμματα.

καλαμαράς, χαρτογιακάς, γραφιάς

noun (pejorative, slang ([sb] who does clerical work)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In the 1930s, this office was full of pen pushers: now the work is all done by one person with a computer.

σουγιαδάκι

noun (small pocket knife)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When Larry couldn't find a toothpick, he used a penknife to pick his teeth.

επιστολή μίσους

noun (figurative (spiteful or defamatory letter)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Someone in the village is writing poison-pen letters to his family.

ξεκινώ να γράφω, αρχίζω να γράφω

verbal expression (start to write)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πένα από φτερό

noun (dip pen made from feather)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
These ancient documents were written with quill pens.

στυλό από καλάμι

noun (writing instrument carved from reed)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει.

expression (figurative (words are powerful)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some say that the pen is mightier than the sword.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pen στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pen

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.