Τι σημαίνει το soaring στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης soaring στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soaring στο Αγγλικά.

Η λέξη soaring στο Αγγλικά σημαίνει που απογειώνεται, που πετάει ψηλά, που πετάει μακριά, αυξανόμενος, πολύ υψηλός, υπερβολικά υψηλός, ανεβαίνω, αιωρούμαι, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι, ολοένα και αυξανόμενες τιμές, τιμές που έχουν εκτοξευτεί, τιμές που αυξάνονται ραγδαία, ολοένα και αυξανόμενες τιμές, τιμές που έχουν εκτοξευτεί, τιμές που αυξάνονται ραγδαία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης soaring

που απογειώνεται

adjective (rising into the air)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The soaring plane soon disappeared into the clouds.

που πετάει ψηλά, που πετάει μακριά

adjective (flying high)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The soaring eagle was just a speck in the sky.
Ο αετός που πετούσε ψηλά δεν ήταν παρά μια κουκκίδα στον ουρανό.

αυξανόμενος

adjective (figurative (prices: increasingly high)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Soaring utility bills have left many people struggling to make ends meet.
Οι λογαριασμοί κοινής ωφελείας που έχουν εκτοξευτεί έχουν κάνει πολλούς να ζορίζονται να τα βγάλουν πέρα.

πολύ υψηλός, υπερβολικά υψηλός

adjective (figurative (heat: increasingly high)

People are being advised to stay well hydrated in these soaring temperatures.

ανεβαίνω

intransitive verb (go upwards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The aircraft sped down the runway and soared into the air.
Το αεροσκάφος κινήθηκε με ταχύτητα στον αεροδιάδρομο και υψώθηκε στον αέρα.

αιωρούμαι

intransitive verb (fly without propulsion)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bird soared through the air, its wings unmoving.

εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι

intransitive verb (figurative (go up rapidly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Share prices soared after the company published its profits for the previous quarter.
Οι τιμές των μετοχών εκτινάχτηκαν, όταν η εταιρία δημοσιοποίησε τα κέρδη της για το προηγούμενο τρίμηνο.

ολοένα και αυξανόμενες τιμές, τιμές που έχουν εκτοξευτεί, τιμές που αυξάνονται ραγδαία

plural noun (prices that are rising rapidly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
People were rioting because of the soaring costs of food and goods. Soaring costs have forced me to live within my budget.

ολοένα και αυξανόμενες τιμές, τιμές που έχουν εκτοξευτεί, τιμές που αυξάνονται ραγδαία

plural noun (costs: rising rapidly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The soaring prices of raw materials put us out of business.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soaring στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του soaring

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.