Τι σημαίνει το some στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης some στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του some στο Αγγλικά.

Η λέξη some στο Αγγλικά σημαίνει μερικοί, μερικοί, ορισμένοι, λίγο, μερικοί, ορισμένοι, ωραίος, εξαιρετικός, εκπληκτικός, λίγο, λίγο, κάπως, μετά από λίγο, μετά από κάποιο διάστημα, και ακόμα περισσότερο, κάποια άλλη στιγμή, κάποια στιγμή στο παρελθόν, κάποτε, κάποια στιγμή, σε κάποια φάση, κάνω λίγο χώρο, βρίσκω χρόνο, δίνω ελαφρυντικά σε κπ, για κάποιον λόγο, αναγνωρίζω την αξία κπ, σε ένα βαθμό, κάπου, κάπως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θράσος, χρήσιμος, που βοηθάει κάπως, που βοηθάει λίγο, όχι και..., αρκετός, μια όψη..., μια όψη..., δείγμα, ίχνος, ψήγμα, κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή, κάποια ελπίδα/αισιοδοξία, σιγά μη, αποκλείεται, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω, κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή, λίγη ώρα, λίγος καιρός, πριν καιρό, σύντομα, πάω διακοπές, είμαι από τους καλύτερους, παίρνω λίγο χρόνο, παίρνω λίγη ώρα, σε κάποιο βαθμό, σε κάποιο βαθμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης some

μερικοί

adjective (a few) (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I ate some chocolates, but not many.
Έφαγα μερικές σοκολάτες, αλλά όχι πολλές.

μερικοί, ορισμένοι

adjective (a few people) (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some friends think that my jokes are funny.
Κάποιοι φίλοι βρίσκουν διασκεδαστικά τα αστεία μου.

λίγο

adjective (uncountable (a bit, a bit of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Would you like some more wine? A little more?
Θέλεις ακόμα λίγο κρασί; Λιγάκι ακόμα;

μερικοί, ορισμένοι

pronoun (certain persons, events) (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some of my friends think that my jokes are stupid.
Κάποιοι φίλοι μου βρίσκουν χαζά τα αστεία μου.

ωραίος

adjective (slang (emphasis: irony) (ειρωνικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some doctor you are! My appendix has burst and you have given me an aspirin!
Ωραίος γιατρός είσαι! Έσπασε η σκωληκοειδίτιδά μου και εσύ μου έδωσες ασπιρίνη!

εξαιρετικός, εκπληκτικός

adjective (slang (emphasis: remarkable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That was some meal. I hope to go back there soon.
Αυτό ήταν φαγητό! Ελπίζω να ξαναπάμε σύντομα.

λίγο

adverb (US, informal (for a while)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We talked some.
Μιλήσαμε για λίγο.

λίγο, κάπως

adverb (US, informal (to some degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No matter what you say to him, he will always worry some.

μετά από λίγο, μετά από κάποιο διάστημα

expression (after a while)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
After some time, the architect delivered the plans for our new house.

και ακόμα περισσότερο

adverb (informal (even more)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
If you will sell me your car, I will give you your price and then some.

κάποια άλλη στιγμή

adverb (at an unspecified future time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I promise that we'll go to Disneyland at some other time.

κάποια στιγμή στο παρελθόν, κάποτε

adverb (at an unspecified past time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I had promised that we would go to Disney at some other time.

κάποια στιγμή, σε κάποια φάση

adverb (at an unspecified moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
At some point, we'll need to decide whether the project is worth continuing.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσουμε εάν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε το έργο.

κάνω λίγο χώρο

verbal expression (remove clutter)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you could just clear some space on your desk, I'll set the computer up there.

βρίσκω χρόνο

verbal expression (make time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Could you clear some space on your calendar to spend some time with her?

δίνω ελαφρυντικά σε κπ

verbal expression (informal, figurative (make allowances for [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll have to cut my new employee some slack; this is all new to her.

για κάποιον λόγο

adverb (for an unknown reason)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
For some reason my computer's started crashing whenever I log on to the internet.

αναγνωρίζω την αξία κπ

(recognize worth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm not that stupid; give me some credit!
Δεν είμαι τόσο χαζός! Αναγνώρισε λίγο την αξία μου!

σε ένα βαθμό

adverb (to an extent)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάπου

adverb (somewhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάπως

adverb (somehow)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I thought he looked different in some way, then I realised he'd shaved off his beard.

με τον έναν ή τον άλλο τρόπο

adverb (somehow)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'd like to help him in some way or other because he deserves to succeed.

θράσος

noun (figurative, informal (excessive boldness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You've got a nerve, showing your face here after what you did!
Έχεις μεγάλο θράσος να εμφανίζεσαι εδώ μετά από ό,τι έκανες!

χρήσιμος

adjective (somewhat useful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I hope this information will be of some help.

που βοηθάει κάπως, που βοηθάει λίγο

adjective (somewhat helpful)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όχι και...

adjective (informal ([sth] impressive) (επιλογή κατάλληλου επιθέτου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That's quite some bruise you have there.
Τι μελανιά είναι αυτή που έχεις;

αρκετός

adjective (a lot of: time, doing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's 85, so he must have retired quite some time ago.

μια όψη...

noun (outward appearance)

The cloud had the semblance of a horse.

μια όψη...

noun (assumed appearance, show)

δείγμα, ίχνος, ψήγμα

noun (slight amount) (μτφ: μικρή ποσότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I wish the new trainee would show some semblance of competence.

κάποια μέρα, μια μέρα, κάποια στιγμή

adverb (on an unspecified date in the future) (αόριστα στο μέλλον)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κάποια ελπίδα/αισιοδοξία

noun (a degree of optimism)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I answered all the questions, so I have some hope I'll pass the exam.

σιγά μη, αποκλείεται

interjection (ironic, informal (that is unlikely) (ειρωνικά/καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
“This time next year I'll be a millionaire.” “Ha! - some hope!”

λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω

adverb (an additional quantity)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω

preposition (an additional quantity of)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή

expression (Let's try again sometime in the future.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λίγη ώρα, λίγος καιρός

adverb (a while)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's been some time since I've seen my cousins.
Έχει περάσει λίγος καιρός από όταν είδα τα ξαδέρφια μου.

πριν καιρό

adverb (a while back)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I was once a good basketball player … but that was some time ago.

σύντομα

adverb (at an unspecified point in the near future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πάω διακοπές

verbal expression (take time away from work) (φεύγω από το σπίτι μου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι από τους καλύτερους

verbal expression (informal (be among the best)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω λίγο χρόνο, παίρνω λίγη ώρα

verbal expression (be fairly time-consuming)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε κάποιο βαθμό

adverb (to a certain extent)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Intelligence is determined to some degree by genetics.

σε κάποιο βαθμό

adverb (to a certain degree)

You have to admit you're to blame to some extent. We all suffer to some extent when we're far away from our loved ones.
Πρέπει να παραδεχθείς ότι φταις σε κάποιο βαθμό. Όλοι υποφέρουμε σε κάποιο βαθμό, όταν είμαστε μακριά από τους αγαπημένους μας.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του some στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του some

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.