Τι σημαίνει το sole στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sole στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sole στο Αγγλικά.

Η λέξη sole στο Αγγλικά σημαίνει πατούσα, σόλα, μόνος, μοναδικός, αποκλειστικός, γλώσσα, βάζω σόλα σε κτ, βάζω πάτο σε κτ, γλώσσα, λεμονόγλωσσα, αποκλειστικός διαχειριστής, αποκλειστική διαχειρίστρια, αποκλειστικός έλεγχος, αποκλειστική επιμέλεια, αποκλειστική κηδεμονία, μοναδικός διευθυντής, μοναδική διευθύντρια, μοναδικός εργοδότης, μοναδική εργοδότρια, μοναδικός ιδιοκτήτης, μοναδική ιδιοκτήτρια, ανεξάρτητος επιχειρηματίας, split σόλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sole

πατούσα

noun (bottom of foot)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary took hold of Philip's foot and tickled the sole.
Η Μαίρη έπιασε το πόδι του Φίλιπ και του γαργάλισε την πατούσα.

σόλα

noun (bottom of shoe)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred took his shoes to the shoe repairer to have new soles put on.
Ο Φρεντ πήγε τα παπούτσια του στον τσαγκάρη για να του βάλει καινούριες σόλες.

μόνος, μοναδικός

adjective (single, only)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chocolate is my sole pleasure in life. Nancy's son is the sole beneficiary of her will.
Η σοκολάτα είναι η μόνη μου ευχαρίστηση στη ζωή. Ο γιος της Νάνσι είναι ο μοναδικός κληρονόμος στη διαθήκη της.

αποκλειστικός

adjective (exclusive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This company owns the sole rights to this trademark.
Αυτή η εταιρεία κατέχει το αποκλειστικό δικαίωμα για αυτό το εμπορικό σήμα.

γλώσσα

noun (flatfish) (ψάρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We're having sole for dinner tonight.
Απόψε για δείπνο θα φάμε γλώσσα.

βάζω σόλα σε κτ, βάζω πάτο σε κτ

transitive verb (shoe: put a sole on)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The shoemaker is soling the boots.

γλώσσα

noun (flatfish) (ψάρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεμονόγλωσσα

(fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποκλειστικός διαχειριστής, αποκλειστική διαχειρίστρια

noun (only manager of a company) (εταιρεία)

αποκλειστικός έλεγχος

noun (monopoly)

αποκλειστική επιμέλεια, αποκλειστική κηδεμονία

noun (law)

μοναδικός διευθυντής, μοναδική διευθύντρια

noun (only manager of a company) (εταιρεία)

μοναδικός εργοδότης, μοναδική εργοδότρια

noun (only boss of a company) (εταιρεία)

μοναδικός ιδιοκτήτης, μοναδική ιδιοκτήτρια

noun (only owner)

ανεξάρτητος επιχειρηματίας

noun (independent businessperson)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

split σόλα

noun (shoe: sole with separate toe and heel sections)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sole στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sole

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.