Τι σημαίνει το statement στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης statement στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του statement στο Αγγλικά.
Η λέξη statement στο Αγγλικά σημαίνει δήλωση, ανακοίνωση, κίνηση λογαριασμού, δήλωση, εκκαθαριστικό τραπεζικού λογαριασμού, εκκαθάριση, τελική δήλωση, καταληκτική δήλωση, υποθετική πρόταση, πρόταση υπό όρους, πρόταση υπό συνθήκη, δήλωση γνωστοποίησης, οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεση, κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης, βγάζω ανακοίνωση, έκθεση περιγραφής μεθόδου, δήλωση αποστολής, δήλωση αποστολής, επίσημη κατάθεση/μαρτυρία, εναρκτήρια δήλωση, αυτοπεριγραφική έκθεση, αντίγραφο κίνησης τραπεζικού λογαριασμού, δήλωση σκοπού, προσδιορισμός σύμβασης, ένορκη δήλωση, ένορκη βεβαίωση, διατύπωση υπόθεσης, αληθινή δήλωση, δήλωση οράματος, κατάθεση μάρτυρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης statement
δήλωσηnoun (something said or written) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Your statement is completely false. Η δήλωση σου είναι απολύτως ψευδής. |
ανακοίνωσηnoun (to press, public) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The police are going to make a statement. Η αστυνομία θα κάνει μια ανακοίνωση. |
κίνηση λογαριασμούnoun (bank, written account) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The bank statement says that I have fifty dollars in my account. Σύμφωνα με το εκκαθαριστικό του τραπεζικού λογαριασμού μου, έχω πενήντα δολάρια. |
δήλωσηnoun (situation that says [sth] strongly) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The clothes she wears really make a statement about who she is. |
εκκαθαριστικό τραπεζικού λογαριασμούnoun (document: account balance) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I'll check my bank statement to see if you cashed my cheque. Θα ελέγξω το εκκαθαριστικό του τραπεζικού μου λογαριασμού για να δω αν εξαργύρωσες την επιταγή μου. |
εκκαθάρισηnoun (property purchase document) (αγοραπωλησίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τελική δήλωση, καταληκτική δήλωσηnoun (lawyer's summing up in court) Lawyers for the prosecution and the defense gave their closing statements today. |
υποθετική πρότασηnoun (grammar: hypothetical assertion) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρόταση υπό όρους, πρόταση υπό συνθήκηnoun (computing: programming feature) (πληροφορική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δήλωση γνωστοποίησηςnoun (financial document) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οικονομική έκθεση, χρηματοοικονομική έκθεσηnoun (account, finance record) (χρηματοοικονομικά) |
κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσηςnoun (report of earnings) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βγάζω ανακοίνωσηverbal expression (announce) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The FBI issued a statement denying that the journalist was under investigation. |
έκθεση περιγραφής μεθόδουnoun (of safety procedures, etc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Workers must follow the method statement. |
δήλωση αποστολήςnoun (outline of business aims) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As described in our mission statement, we aim to help those in need by donating profits to charity. |
δήλωση αποστολήςnoun (formal definition of a company's aims) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επίσημη κατάθεση/μαρτυρίαnoun (officially-witnessed written testimony) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I cannot appear in court but I am willing to provide a notarised statement. |
εναρκτήρια δήλωσηnoun (speech at start of a trial) |
αυτοπεριγραφική έκθεσηnoun (university admissions essay) Be sure to write a unique and eloquent personal statement when you apply for graduate school. Όταν κάνεις αίτηση για μεταπτυχιακό, βεβαιώσου πως η αυτοπεριγραφική σου έκθεση είναι πρωτότυπη και εύγλωττη. |
αντίγραφο κίνησης τραπεζικού λογαριασμούnoun (document showing bank balance) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δήλωση σκοπούnoun (written summary of one's career aims) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προσδιορισμός σύμβασηςnoun (document stating scope of a job or task) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ένορκη δήλωσηnoun ([sth] sworn to be true) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you make a false statement under oath, you can be charged with perjury. |
ένορκη βεβαίωσηnoun ([sth] said under oath) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) According to her sworn statement, she was not in the house at the time of the murder. |
διατύπωση υπόθεσηςnoun (dissertation: presentation of main argument) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αληθινή δήλωσηnoun (assertion of facts) |
δήλωση οράματοςnoun (summary of future business plan) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατάθεση μάρτυραnoun (account of [sb] who saw an incident) (νομική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του statement στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του statement
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.