Τι σημαίνει το sucio στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sucio στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sucio στο ισπανικά.

Η λέξη sucio στο ισπανικά σημαίνει βρόμικος, βρόμικα, σπασμένος, βρόμικος, βρώμικος, βρόμικος, λερωμένος, λεκιασμένος, βρόμικος, ρυπαρός, βρόμικος, βρόμικος, ακάθαρτος, βρόμικος, βρώμικος, άπλυτος, που δεν καθαρίστηκε, άδικος, αντιαθλητικός, αισχρός, βρώμικος, βρόμικος, βρομερός, βρόμικος, βρωμερός, βρωμιάρης, συκοφαντικός, δυσφημιστικός, ελεεινός, ρυπαρός, τρισάθλιος, βρόμικος, ρυπαρός, λιγδιάρικος, βρομιάρικος, βρομερός, διάτρητος, βιτσιόζικος, βρώμικος, άθλιος, ρυπαρός, δόλιος, ανειλικρινής, που είναι φάουλ, τολμηρός, πονηρός, παιχνιδιάρης, μουντός, κακός, που έχει βρώμικο μυαλό, φίδι στον κόρφο μου, βρόμικο χρήμα, χαμαλοδουλειά, βρομόλογα, κάνω τη βρόμικη δουλειά, μιλώ πρόστυχα, παίζω βρόμικα, χτυπάω κάτω από τη ζώνη, χτυπώ κάτω από τη ζώνη, βρομοδουλειά, βρομοδουλειά,παγαποντιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sucio

βρόμικος

adjetivo (μη καθαρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El niño llevaba los pantalones sucios porque había estado jugando en el suelo.

βρόμικα

(μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Has visto lo que ha hecho? Juega sucio.
Είδες τι έκανε; Παίζει βρόμικα.

σπασμένος

adjetivo (colores)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
No era exactamente blanco, más bien era un blanco sucio.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Καλύτερα να βάψεις τον τοίχο σε απόχρωση βρώμικου ροζ για να μην μοιάζει με παιδικό δωμάτιο.

βρόμικος

(figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los nuevos empleados tienen que hacer el trabajo pesado.

βρώμικος, βρόμικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El cerdo estaba sucio después de rodar sobre barro y estiércol.
Το γουρούνι ήταν βρώμικο αφότου κυλίστηκε στη λάσπη και την κοπριά.

λερωμένος, λεκιασμένος

(βρώμικος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Por favor dejen las sábanas sucias apiladas sobre la cama.
Παρακαλώ, αφήστε τα λερωμένα στρωσίδια μαζεμένα πάνω στο κρεβάτι.

βρόμικος, ρυπαρός

(λερωμένος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su departamento estaba sucio y olía a cerveza.

βρόμικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El pequeño niño agarró el helado con sus manos sucias.

βρόμικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Por favor, cámbiate la camiseta. Esa está sucia.

ακάθαρτος, βρόμικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρώμικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άπλυτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν καθαρίστηκε

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άδικος, αντιαθλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Bueno! ¡Eso es simplemente sucio!

αισχρός

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah le hacía muchos trucos sucios a sus hermanos pequeños cuando era adolescente.
Η Σάρα έκανε πολλές άσχημες φάρσες στα μικρότερα αδέρφια της όταν ήταν έφηβη.

βρώμικος, βρόμικος

adjetivo (μτφ: χρήμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βρομερός, βρόμικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kyle vivía en un sucio apartamento en la parte fea del pueblo.
Ο Κάιλ ζούσε σε ένα άθλιο διαμέρισμα στην κακή συνοικία της πόλης.

βρωμερός, βρωμιάρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συκοφαντικός, δυσφημιστικός

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Claramente, el tabloide estaba realizando una guerra sucia contra el político.

ελεεινός, ρυπαρός, τρισάθλιος

(βρώμικος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las familias en el campamento viven en condiciones escuálidas.
Οι οικογένειες στον οικισμό ζουν σε ελεεινές συνθήκες.

βρόμικος, ρυπαρός, λιγδιάρικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Después de acampar nos sentimos mugrientos.

βρομιάρικος, βρομερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διάτρητος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El acuerdo era fraudulento: el alcalde se aseguró de que el contrato fuese a parar a sus amigos.
Η συμφωνία ήταν βρόμικη. Ο δήμαρχος φρόντισε το συμβόλαιο να πάει στους φίλους του.

βιτσιόζικος

(συνήθεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A Tom le gustan las cosas pervertidas.
Στον Τομ αρέσουν κάτι βιτσιόζικα πράγματα.

βρώμικος, άθλιος, ρυπαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tuvimos que cancelar las reservas porque mi esposa se negó a quedarse en un lugar tan sórdido.

δόλιος, ανειλικρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prohibieron al jugador tramposo en todos los partidos siguientes.

που είναι φάουλ

(deportes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El juez de línea lo declaró un saque inválido.

τολμηρός, πονηρός, παιχνιδιάρης

(sexual, coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fred le dijo a su amigo que su novia era muy cochina en la cama.

μουντός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El auto estaba pintado en un tono verde mate.

κακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le avisó que sus malas acciones lo perseguirían.
Τον προειδοποίησε πως οι κακές του πράξεις θα επιστρέψουν να τον στοιχειώσουν.

που έχει βρώμικο μυαλό

(figurado) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φίδι στον κόρφο μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Herbert es un traidor, ¡está cenando con nuestros enemigos ahora mismo!

βρόμικο χρήμα

locución nominal masculina (μεταφορικά)

Los mafiosos usaban varios negocios fantasmas para lavar su dinero sucio.
Οι εγκληματίες χρησιμοποίησαν διάφορες εικονικές επιχειρήσεις, για να ξεπλύνουν το βρόμικο χρήμα τους.

χαμαλοδουλειά

locución nominal masculina (pesado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estaba harto de hacer todo el trabajo sucio por ella.

βρομόλογα

(καθομιλουμένη: ερωτικού περιεχομένου)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
A la pareja le gustaba la charla sucia en la habitación.

κάνω τη βρόμικη δουλειά

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ya no tenía sirvientes que hicieran el trabajo sucio por ella.

μιλώ πρόστυχα

locución verbal

Me gusta cuando me hablas sucio.

παίζω βρόμικα

locución verbal (coloquial) (μεταφορικά, καθομ)

Si sigue jugando sucio, lo van a descalificar del partido.

χτυπάω κάτω από τη ζώνη, χτυπώ κάτω από τη ζώνη

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρομοδουλειά

locución nominal masculina (inmoral) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El jefe de la mafia contrató matones para que se encarguen del trabajo sucio.
Το αφεντικό της συμμορίας προσέλαβε μερικούς τραμπούκους, για να κάνουν τις βρομοδουλειές του.

βρομοδουλειά,παγαποντιά

locución nominal masculina (μεταφορικά,αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había que tener cuidado con los vendedores, famosos por su juego sucio.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sucio στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του sucio

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.