Τι σημαίνει το dinero στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dinero στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dinero στο ισπανικά.

Η λέξη dinero στο ισπανικά σημαίνει χρήματα, χρήματα, χρήμα, χαρτονόμισμα, ψωμί, χρήματα, γκαφρά, κεφάλαιο, πόρος, σε άσχημη οικονομική κατάσταση, μετρητά, δίνω, παρέχω, προσφέρω, ανάληψη μετρητών μαζί με την πληρωμή με πιστωτική στο σούπερ-μάρκετ, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, χρηματοδοτώ, κουτί χρημάτων, κουτί ταμείου, ποντάρισμα, που πραγματοποιείται χωρίς μετρητά, φραγκάτος, κονομημένος, ματσωμένος, άφραγκος, κερδοσκοπικός, πάμπλουτος, ζάπλουτος, που έπιασε τόπο, έναντι χρηματικού ποσού, για πενταροδεκάρες, χαλαρός, Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο., αξίζω τα λεφτά μου, ξέπλυμα χρήματος, έκτακτα κέρδη, απροσδόκητα έσοδα, ρευστό, αυτός που ξεπλένει παράνομα χρήματα, νόμισμα, χρήμα, μετρητά, χρήματα για να κινούμαι, χρηματικό ποσό, ο πλούτος, ματωμένα χρήματα, συρτάρι ταμείου, πλαστό χρήμα, βρόμικο χρήμα, εύκολο χρήμα, πορτοφόλι μέσης, χρήματα για μικροέξοδα, ενοίκιο, νοίκι, κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών, πολλά λεφτά, διαχείριση χρημάτων, διαχείριση οικονομικών, εισόδημα από ενοίκια, πλούσιος παντρεμένος χωρίς παιδιά, πλαστό χρήμα, έξτρα χρήματα, πλαστό νόμισμα, μετρητά, διαθέσιμο ρευστό, χορήγηση δανείων, κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών, οικονομικά θέματα, οικονομικά ζητήματα, χάνω πολλά χρήματα, συγκεντρώνω χρήματα, μαζεύω χρήματα, κοστίζω, σημειώνω απώλειες, καταθέτω χρήματα, βάζω χρήματα σε λογαριασμό, κάνω οικονομική προσφορά, διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου, έμβασμα, χρυσοπληρώνω, πηγαίνω να ψωνίσω αλλού, βάζω το χέρι στην τσέπη, χαρτζιλίκι, αγοραστική δύναμη, μετρητά, ξένο συνάλλαγμα, απευθείας χρηματοδότηση πολιτικής εκστρατείας, χρησιμοποιώ χρήματα, ξοδεύω χρήματα, αποκομίζω κέρδος, βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ, ζουμί, ματωμένα χρήματα, ξεσαλώνω, επιστρέφω χρήματα σε κπ, βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dinero

χρήματα

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Llevo poco dinero, sólo tres dólares. Tengo que pasar por el Banco.
Δεν έχω πολλά λεφτά, μόνο τρία δολάρια. Πρέπει να πάω στην τράπεζα.

χρήματα

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
¿Cuánto dinero cuesta? ¡Trescientos dólares!
Πόσα χρήματα (or: λεφτά) κοστίζει; Τριακόσια δολάρια!

χρήμα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El negocio está en vender servicios de mantenimiento, no software.
Το χρήμα βρίσκεται στην παροχή υπηρεσιών και όχι στο λογισμικό.

χαρτονόμισμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando viajo al extranjero prefiero usar tarjeta de crédito en vez de dinero.

ψωμί

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un buen músico puede ganar mucho dinero.
Ένας καλός μουσικός μπορεί να βγάλει πολύ χρήμα.

χρήματα

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
¿Tienes suficiente dinero para pagar la comida?

γκαφρά

(αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Los jugadores lanzaban el dinero de verdad como si fuese falso.
Οι τζογαδόροι σκόρπιζαν πραγματικά γκαφρά, λες και ήταν χρήματα επιτραπέζιου παιχνιδιού.

κεφάλαιο

(χρήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El banco le prestó un capital para ampliar su negocio.
Η τράπεζα του δάνεισε το κεφάλαιο για να επεκτείνει την επιχείρησή του.

πόρος

(económico) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ben quería viajar por el mundo pero no tenía recursos para hacerlo.
Ο Μπεν ήθελε να ταξιδέψει στον κόσμο, αλλά του έλειπαν οι πόροι γι' αυτό.

σε άσχημη οικονομική κατάσταση

(ser)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A Parker le va bien ahora, pero cuando era niño su familia era pobre.
Ο Πάρκερ είναι τώρα επιτυχημένος, αλλά όταν ήταν μικρός, η οικογένειά του ήταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση.

μετρητά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La cafetería solo acepta pagos en efectivo.
Το καφέ δέχεται μόνο μετρητά για πληρωμές.

δίνω, παρέχω, προσφέρω

(χρήματα για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mis padres me financiaron los estudios en el extranjero.

ανάληψη μετρητών μαζί με την πληρωμή με πιστωτική στο σούπερ-μάρκετ

(voz inglesa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω

(χρηματικό ποσό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Invertí dinero en el nuevo negocio de mi amigo, pero todavía no he visto nada a cambio de mi inversión.

χρηματοδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa financió una gran campaña difamatoria contra su competencia.
Η εταιρεία χρηματοδότησε μια τεράστια καμπάνια λασπολογίας κατά ενός ανταγωνιστή.

κουτί χρημάτων, κουτί ταμείου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ποντάρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Es un juego de capital importante y las apuestas empiezan en diez dólares.

που πραγματοποιείται χωρίς μετρητά

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φραγκάτος, κονομημένος, ματσωμένος

(αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Está podrido de dinero, no sabe qué hacer con él de tanto que tiene.

άφραγκος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No puedo salir este fin de semana porque estoy sin dinero.

κερδοσκοπικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάμπλουτος, ζάπλουτος

locución adjetiva (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έπιασε τόπο

(για χρήματα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έναντι χρηματικού ποσού

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estoy en este negocio por el dinero, no porque me guste.

για πενταροδεκάρες

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χαλαρός

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Henry nunca se estresa con la vida, para él es "lo que viene fácil, fácil se va".

Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο.

¡No, no te podemos comprar una bicicleta nueva, el dinero no crece en los árboles!

αξίζω τα λεφτά μου

locución verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αυτός ο υπολογιστής είναι περσινό μοντέλο, μα τα αξίζει τα λεφτά του.

ξέπλυμα χρήματος

(καθομ, μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ese banco es famoso por sus operaciones de lavado de dinero.

έκτακτα κέρδη, απροσδόκητα έσοδα

(coloquial)

Recibieron dinero caído del cielo de una regalías mineras el año pasado.

ρευστό

(αργκό: λεφτά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτός που ξεπλένει παράνομα χρήματα

(figurado) (μεταφορικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νόμισμα, χρήμα

(coloquial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Davis le pagaba a los trabajadores en dinero contante y sonante.

μετρητά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Sólo aceptamos dinero en efectivo, ni cheques ni tarjetas de crédito.

χρήματα για να κινούμαι

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian siempre pide a su padre dinero de bolsillo para sus gastos.

χρηματικό ποσό

nombre femenino

Tres billones es una cantidad sideral de dinero, incluso para el gobierno.

ο πλούτος

expresión

El cómodo estilo de vida de Jason era el resultado de haber aprendido a sacar ganancias del Dios dinero.

ματωμένα χρήματα

(figurado) (μεταφορικά)

συρτάρι ταμείου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλαστό χρήμα

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El cajero no quiso aceptar el pago porque se había hecho con dinero falsificado.

βρόμικο χρήμα

locución nominal masculina (μεταφορικά)

Los mafiosos usaban varios negocios fantasmas para lavar su dinero sucio.
Οι εγκληματίες χρησιμοποίησαν διάφορες εικονικές επιχειρήσεις, για να ξεπλύνουν το βρόμικο χρήμα τους.

εύκολο χρήμα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πορτοφόλι μέσης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cada vez que viajaba usaba un cinturón de dinero escondido en sus pantalones.

χρήματα για μικροέξοδα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tenemos el efectivo para gastos menores en una caja de metal pequeña con cerradura.

ενοίκιο, νοίκι

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No me pagaron a tiempo así que no tengo idea de dónde voy a sacar el dinero para el arriendo de este mes.
Ο σπιτονοικοκύρης μας αύξησε το νοίκι αυτό το μήνα.

κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολλά λεφτά

(AR, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El negocio inmobiliario mueve mucha guita.

διαχείριση χρημάτων, διαχείριση οικονομικών

locución nominal femenina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La administración del dinero debe de ser más austera desde ahora.

εισόδημα από ενοίκια

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Con el dinero del alquiler que les pagaba por el departamentito del fondo del pasillo, ambos jubilados llegaban a fin de mes.

πλούσιος παντρεμένος χωρίς παιδιά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πλαστό χρήμα

έξτρα χρήματα

πλαστό νόμισμα

μετρητά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

διαθέσιμο ρευστό

χορήγηση δανείων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οικονομικά θέματα, οικονομικά ζητήματα

Él deja que su mujer maneje todas las cuestiones de dinero como pago de la hipoteca y los servicios.

χάνω πολλά χρήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compañía solo esta perdiendo dinero a raudales; no tardará en quedar en bancarrota.

συγκεντρώνω χρήματα, μαζεύω χρήματα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estamos recaudando dinero para brindar ayuda luego del terremoto.

κοστίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si quieres entrega a domicilio mañana, sale caro.

σημειώνω απώλειες

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi compañía perdió dinero el año pasado y tuvo que despedir a tres empleados.

καταθέτω χρήματα, βάζω χρήματα σε λογαριασμό

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Asegúrate de poner dinero (or: meter dinero) antes del fin de mes.

κάνω οικονομική προσφορά

verbo pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estaba a punto de ponerme con el dinero cuando el vendedor retiró la oferta.

διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Administra tus finanzas con prudencia.

έμβασμα

verbo transitivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρυσοπληρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pagué mucho dinero por esto y ahora me parece un trasto que no sirve para nada.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ξεπαραδιάστηκα για να το αγοράσω, αλλά τώρα ανακάλυψα πως είναι άχρηστο.

πηγαίνω να ψωνίσω αλλού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los dependientes eran tan desagradables que decidí comprar en otro lado.

βάζω το χέρι στην τσέπη

locución verbal (μεταφορικά)

χαρτζιλίκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En mi tiempo libre vendo pasteles para tener dinero de bolsillo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Λώρα από τη δουλειά της έβγαλε ένα χαρτζιλίκι.

αγοραστική δύναμη

locución nominal masculina

μετρητά

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Te voy a vender esta bicicleta, pero me tenés que pagar con dinero contante y sonante.
Θα σου πουλήσω αυτό το ποδήλατο, αλλά θα πρέπει να με πληρώσεις μόνο σε μετρητά.

ξένο συνάλλαγμα

απευθείας χρηματοδότηση πολιτικής εκστρατείας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χρησιμοποιώ χρήματα

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si quieres comprar esto, tendrás que pagar en efectivo: no aceptan tarjeta de crédito.

ξοδεύω χρήματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκομίζω κέρδος

locución verbal

Si invertimos con cabeza ganaremos dinero.
Αν επενδύσουμε έξυπνα, θα βγάλουμε χρήματα.

βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ

(con nombre)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Naylor obtuvo ganancias de la venta de los valores a un precio más alto del que había pagado.

ζουμί

(κέρδος, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Quién se está llevando el dinero fácil de esos enormes contratos gubernamentales?
Ποιος παίρνει το ζουμί από αυτά τα τεράστια κυβερνητικά συμβόλαια;

ματωμένα χρήματα

(ES) (μεταφορικά)

Judas recibió dinero manchado con sangre cuando traicionó a Jesús.

ξεσαλώνω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En nuestras últimas vacaciones despilfarramos dinero y reservamos un hotel caro.

επιστρέφω χρήματα σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La lámpara nueva de Nancy dejó de funcionar después de unos días, así que la llevó de nuevo a la tienda para que le devolvieran el dinero.
Η νέα λάμπα της Νάνσι σταμάτησε να δουλεύει μετά από μερικές μέρες, οπότε έκανε παράπονα και το κατάστημα της επέστρεψε τα χρήματά της.

βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ

(con nombre)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compañía obtuvo ganancias de la venta de licencias de su sistema operativo a fabricantes de dispositivos móviles.
Η εταιρεία έβγαλε κέρδος από την πώληση αδειών του λειτουργικού συστήματός της σε κατασκευαστές κινητών συσκευών.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dinero στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του dinero

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.