Τι σημαίνει το suivre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης suivre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του suivre στο Γαλλικά.
Η λέξη suivre στο Γαλλικά σημαίνει προλαβαίνω, ακολουθώ, συναγωνίζομαι, ακολουθώ, στηρίζω, παρακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, παρακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ, παρακολουθώ, καταλαβαίνω, ακολουθώ, συμφωνώ με κτ, πιάνω κπ, ακολουθώ, έπομαι, παρακολουθώ, παρακολουθώ, παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μου, ακολουθώ, συνοδεύω, παρακολουθώ, κατεβαίνω, ελέγχω, εκτελώ, συμβαδίζω, ακολουθώ, συμφωνώ, δέχομαι, συμβαίνω μετά, έρχομαι μετά, ερευνώ, εξετάζω, ακολουθώ, συναγωνίζομαι, καταγράφω, παρακολουθώ, κάνω κόλ, κάνω κόλ, ακολουθώ, συντονίζομαι με κτ, τα βλέπω, παίρνω, επιβλέπω, εποπτεύω, παρακολουθώ στενά, μαθητεύω, ακολουθώ, συνοδεύω, ακολουθώ, ακολουθώ, συνεχίζω, προχωρώ, ακολουθώ τα ίχνη, ακολουθώ τα ίχνη, καταδιώκω, έχω το νου μου για, προσέχω, επιστατώ, επιτηρώ, εποπτεύω, μένω σε, δεν αποκλίνω από, συμβαδίζω, συμμορφώνομαι με κτ, ερευνώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παρακολουθώ, αυτός που παρακολουθεί κπ, περνάω, περνώ, χάνω, από εδώ, έλα μαζί μου, το γράμμα του νόμου, δρόμος, ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα, ακολουθώ, αντιγράφω, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, ακολουθώ τον συρμό, υπακούω τους κανόνες, παρακολουθώ μαθήματα, δέχομαι συμβουλές, παρακολουθώ μαθήματα, συμβαδίζω, διαδέχονται ο ένας τον άλλο, ακολουθώ τη μάζα, ακολουθώ το πλήθος, κάνω τον κύκλο μου, ακολουθώ τα βήματα κάποιου, ξέρω πώς γίνεται κτ, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, ακολουθώ, ακολουθώ διατροφή, λίστα παρακολούθησης, βαδίζω στα βήματα κάποιου, έρχομαι αμέσως μετά, ακολουθώ, λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίες, ακολουθώ, προκύπτω από κτ, προχωρώ αργά και σταθερά, ακολουθώ, παρακολουθώ, κατασκοπεύω, κάνω εκπαίδευση, κάνω δίατα, παρεκκλίνω από κτ, παρακολουθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης suivre
προλαβαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il marchait si vite que je ne pouvais pas le suivre. Περπατούσε τόσο γρήγορα που μετά βίας μπορούσα να τον προλάβω. |
ακολουθώverbe transitif (être derrière) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suivit sa femme dans la maison. Ακολούθησε τη γυναίκα του μέσα στο σπίτι. |
συναγωνίζομαι(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le Real Madrid est tellement en forme que les autres équipes ont du mal à suivre. Η Ρεάλ Μαδρίτης βρίσκεται σε τόσο καλή φόρμα που οι άλλες ομάδες δυσκολεύονται να τη φτάσουν. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suivez la route jusqu'à la poste. Ακολούθησε τον δρόμο μέχρι να φτάσεις στο ταχυδρομείο. |
στηρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel est heureuse de suivre la suggestion de Harry. Η Ρέιτσελ θα στηρίξει με χαρά την πρόταση του Χάρυ. |
παρακολουθώ, ακολουθώverbe intransitif (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) De nos jours, la technologie évolue trop vite pour que je puisse suivre. Στις μέρες μας η τεχνολογία εξελίσσεται πολύ γρήγορα για να την ακολουθήσω. |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suit son cœur, où qu'il le conduise. Ακολουθεί την καρδιά του, όπου τον οδηγεί. |
παρακολουθώ, ακολουθώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le cours est très intensif et certains élèves ont du mal à suivre. Το μάθημα είναι πολύ εντατικό και ορισμένοι μαθητές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να το παρακολουθήσουν. |
ακολουθώverbe transitif (obéir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous devriez suivre ses conseils. Πρέπει να ακούς τις συμβουλές του. |
ακολουθώverbe transitif (passer après) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je passe en premier et vous pouvez me suivre. |
ακολουθώverbe transitif (venir après) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce qui suit est un exemple de ce qu'il ne faut pas faire. |
ακολουθώ(venir après) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dans l'alphabet cyrillique, le B suit le A. |
παρακολουθώverbe transitif (se tenir informé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous suivez la politique ? |
καταλαβαίνωverbe transitif (comprendre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous suivez ce que je suis en train de vous dire ? |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alina a scrupuleusement suivi le patron de son pull. |
συμφωνώ με κτ(avec des propos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Συνήθως πάω πάσο σε ό,τι κι αν λέει για ν' αποφύγω τους καυγάδες. |
πιάνω κπ(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακολουθώ, έπομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le programme qui suit est destiné aux amateurs de voile. |
παρακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακολουθώverbe transitif (πρόοδο, εξέλιξη, πορεία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Écrivez ce que vous avez réussi chaque jour, car il est important de suivre ses progrès. Σημείωνε τι καταφέρνεις καθημερινά, γιατί είναι σημαντικό να παρακολουθείς την πρόοδό σου. |
παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μουverbe intransitif (Cartes) (χαρτοπαίγνια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu as ouvert à trèfle, mais je ne pouvais pas suivre, j'avais une coupe franche. |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon petit frère voulait toujours nous suivre. Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί. |
συνοδεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ma fille m'envoie des e-mails régulièrement pour que je puisse suivre ses déplacements. Η κόρη μου μού στέλνει μηνύματα κάθε μέρα κι έτσι μπορώ να παρακολουθώ τις κινήσεις της. Θα έπρεπε να παρακολουθείς (or: να καταγράφεις) τα έξοδα σου, ώστε να γνωρίζεις πόσα χρήματα σου απομένουν. |
κατεβαίνωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Suivez ce couloir jusqu'à la porte vitrée. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κατέβα την οδό Έλμ και μετά στρίψε αριστερά στη γωνία. |
ελέγχωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκτελώverbe transitif (des instructions) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμβαδίζω(une série,...) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'arrive jamais à suivre ses émissions de télévisions préférées. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμφωνώ, δέχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeff voulait que Rita l'aide à faire une blague à Martin, mais celle-ci a refusé de le suivre (or: de jouer le jeu). Ο Τζεφ ήθελε να τον βοηθήσει η Ρίτα για να κάνει πλάκα στον Μάρτιν, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε. |
συμβαίνω μετά, έρχομαι μετά(dans le temps) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ερευνώ, εξετάζωverbe transitif (des informations) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police suit plusieurs pistes dans sa recherche du suspect. Η αστυνομία ερευνά αρκετά στοιχεία στην αναζήτηση του υπόπτου. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dans l'alphabet, la lettre B suit la lettre A. Στην αλφαβήτα το γράμμα Β ακολουθεί το γράμμα Α. |
συναγωνίζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stella n'arrive pas à suivre ses camarades en maths. Η Στέλλα δεν καταφέρνει να φτάσει τους συμμαθητές της στα μαθηματικά. |
καταγράφωverbe transitif (des changements) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Utilisez ce tableau pour suivre votre perte de poids. Χρησιμοποίησε αυτόν τον πίνακα για να καταγράφεις την πρόοδό σου όσο θα χάνεις βάρος. |
παρακολουθώverbe transitif (progression, progrès) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'enseignant suivait la progression de l'élève. Η δασκάλα παρακολουθούσε την πρόοδο του μαθητή. |
κάνω κόλverbe transitif (Poker) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a suivi avec une main moyenne, mais il a fini par remporter la mise. |
κάνω κόλverbe transitif (Poker) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu veux suivre ou miser ? |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le conducteur a suivi la voiture de tête. |
συντονίζομαι με κτ(une trajectoire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette roue arrière ne suit pas la trajectoire des trois autres. Ο οπίσθιος τροχός δεν συντονίζεται με τους υπόλοιπους τρεις. |
τα βλέπωverbe transitif (Poker) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je vais te suivre de dix et miser dix de plus. |
παίρνωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devrions simplement laisser les choses suivre leur cours. Ας αφήσουμε απλά τα γεγονότα να πάρουν το δρόμο τους. |
επιβλέπω, εποπτεύωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle suit les élections en Argentine. |
παρακολουθώ στενά
L'espion suivit (or: fila) le responsable pour savoir avec qui il travaillait. Ο κατάσκοπος έγινε η σκιά του αξιωματούχου, για να ανακαλύψει με ποιον συνεργαζόταν. |
μαθητεύωverbe transitif (pour se former) (δίπλα σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ken a suivi le chef pendant deux ans avant de travailler seul. Ο Κεν ήταν μαθητής του σεφ για δύο χρόνια πριν δουλέψει μόνος του. |
ακολουθώ, συνοδεύωverbe transitif (pour apprendre) (για απόκτηση εμπειρίας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les stagiaires suivent différents employés pour apprendre leur métier. |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert a suivi le cours des événements qui ont mené à la crise. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνεχίζω, προχωρώverbe intransitif (με κάτι, κάνοντας κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le jeune gymnaste a effectué une vrille et a enchaîné par une roue. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κοριτσάκι έκανε ένα κατακόρυφο και συνέχισε με μια ανάποδη τούμπα για να εντυπωσιάσει τον μπαμπά του. |
ακολουθώ τα ίχνη(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακολουθώ τα ίχνη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les indigènes peuvent pister un animal sur des kilomètres. |
καταδιώκω(για σύλληψη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο αστυνομικός καταδιώκει τον κλέφτη κατά μήκος του δρόμου. |
έχω το νου μου για(à un danger) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il est important de faire attention aux serpents dangereux dans les buissons. Είναι σημαντικό να έχεις το νου σου μήπως υπάρχουν επικίνδυνα φίδια στην ύπαιθρο. Έχε το νου σου μήπως δεις καμιά θέση πάρκινγκ. |
προσέχωverbe transitif (ce qui se passe) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Écoute un peu ce qui se passe ! Arrête de lire quand je te parle ! Πρόσεχε! Μην συνεχίζεις το διάβασμα όταν σου μιλάω! |
επιστατώ, επιτηρώ, εποπτεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μένω σε, δεν αποκλίνω από(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Εάν δεν αποκλίνω από αυτή τη δίαιτα θα μπορέσω να φορέσω το αγαπημένο μου παντελόνι μέχρι τα Χριστούγεννα. |
συμβαδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La vieille dame avait du mal à aller aussi vite que sa jeune petite-fille. Η γριά γυναίκα αγωνιζόταν για να καταφέρει να συμβαδίσει με τη νεαρή εγγονή της. |
συμμορφώνομαι με κτ
Elle essaie de se conformer aux enseignements de l'Église mais ce n'est pas facile. Προσπαθεί να συμμορφωθεί με τις διδαχές της εκκλησίας αλλά δεν είναι εύκολο. |
ερευνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο αστυνομικός ερεύνησε τα στοιχεία. |
κυνηγώ, καταδιώκωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le détective pistait le criminel depuis des mois. |
παρακολουθώverbe transitif (regard) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils suivirent des yeux chacun de ses mouvements. |
αυτός που παρακολουθεί κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La police avait pris le gangster en filature pour découvrir qui étaient ses complices. Η αστυνομία έβαλε κάποιον να γίνει η σκιά του μαφιόζου για να μάθει ποιοι είναι οι συνεργοί του. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χάνω(μτφ, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous m'avez perdu. Vous pourriez répéter plus doucement ? Με έχασες. Μπορείς να το πεις άλλη μια φορά πιο αργά; |
από εδώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Une table pour deux ? Si vous voulez bien me suivre, monsieur. |
έλα μαζί μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το γράμμα του νόμου(soutenu) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δρόμοςnom féminin (μεταφορικά: προς κάτι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα(figuré) (χωρίς σκέψη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si tu crois en cette cause, super, mais ne te contente pas de suivre le mouvement. |
ακολουθώ, αντιγράφω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jeune chanteur voulait marcher sur les traces de son père célèbre. |
ακολουθώ το παράδειγμα κάποιουlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prof de gym voulait que nous suivions son exemple. |
ακολουθώ τον συρμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle était vraiment unique, elle refusait de faire comme tout le monde. |
υπακούω τους κανόνεςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Τα περισσότερα πράγματα λειτουργούν πιο ομαλά όταν όλοι υπακούμε τους κανόνες. Ήταν ανυπότακτος και θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να υπακούσει τους κανόνες. |
παρακολουθώ μαθήματαlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai suivi un cours de danse moderne l'an passé. |
δέχομαι συμβουλέςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle n'en fait qu'à sa tête et ne suit les conseils de personne. |
παρακολουθώ μαθήματαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμβαδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαδέχονται ο ένας τον άλλοverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακολουθώ τη μάζα, ακολουθώ το πλήθος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω τον κύκλο μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακολουθώ τα βήματα κάποιου(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξέρω πώς γίνεται κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακολουθώ το παράδειγμα κάποιουverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais suivre l'exemple de Maria et passer plus de temps à travailler pour la communauté. |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il m'a suivi partout toute la journée. |
ακολουθώ διατροφήlocution verbale (συνήθως παρεμβάλλεται περιγραφή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) À cause de son diabète, il suit un régime sans sucre. |
λίστα παρακολούθησης(choses) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βαδίζω στα βήματα κάποιου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έρχομαι αμέσως μετά, ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίεςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suit des cours de piano. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Durant leur promenade, le vieux chien traînait derrière le jeune chien. |
προκύπτω από κτ
Des complications ont fait suite à l'opération. Από την εγχείρηση προέκυψαν αρκετές επιπλοκές. |
προχωρώ αργά και σταθερά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ακολουθώverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παρακολουθώ, κατασκοπεύωverbe transitif (με εμμονή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kirsty est allée voir la police parce que son ex petit copain la suivait partout. Η Κέρστυ πήγε στην αστυνομία καθώς ο πρώην της την παρακολουθούσε. |
κάνω εκπαίδευση(Éducation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils se sont formés au métier de mécanicien. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έλαβαν εκπαίδευση για να γίνουν μηχανικοί. |
κάνω δίατα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Laura fait un régime depuis plusieurs mois et ça se voit. Η Λώρα κάνει δίαιτα ένα μήνα τώρα και φαίνεται ότι έχει χάσει βάρος. |
παρεκκλίνω από κτ(figuré) (μεταφορικά) Η μητέρα μου ανησύχησε όταν δεν εμφανίστηκα γιατί γνώριζε ότι είναι ασυνήθιστο για μένα να αλλάζω τη ρουτίνα μου. |
παρακολουθώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του suivre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του suivre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.