Τι σημαίνει το filer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης filer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του filer στο Γαλλικά.

Η λέξη filer στο Γαλλικά σημαίνει σκίζω, σκίζομαι, γνέθω, γνέθω, υφαίνω ιστό, χάνω πόντους, έρχομαι, πηγαίνω βολίδα, τρέχω, κινούμαι γρήγορα, τρέχω, την κάνω, την κοπανάω, προχωρώ γρήγορα, φεύγω βιαστικά, φεύγω, προσπερνάω, παρέρχομαι, την κάνω, του δίνω, την κάνω, την κοπανάω, φεύγω βιαστικά, φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα, το σκάω, πετάω, πετώ, την κάνω, φεύγω, περνάω γρήγορα, περνάω, περνώ γρήγορα, κλώθω, γνέθω, ακολουθώ τα ίχνη, πετάγομαι, πετάγομαι, τρέχω, φεύγω γρήγορα, περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα, το σκάω, περνάω, περνώ, τρέχω, τρέχω, τρέχω, ακολουθώ, ξετυλίγω, κινούμαι γρήγορα, κινούμαι γρήγορα, ακολουθώ, παρακολουθώ, φεύγω ξαφνικά, φέρνω, φεύγω, φεύγω, παρακολουθώ στενά, την κάνω, την κάνω με ελαφρά, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, τρέχω, το σκάω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω, φεύγω, φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα, φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα, πετάγομαι, τρέχω, την κάνω, του δίνω, πετάγομαι σε κτ, φεύγω βιαστικά, φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω, χαστουκίζω, αυτός που παρακολουθεί κπ, κόβω κλήση, δίνω κλήση, αναδρομή στο παρελθόν, ρίχνω μία μπουνιά, το σκάω, παίρνω άδεια από τη σημαία, κάνω κπ να ανατριχιάσει, προκαλώ αηδία σε κπ, συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ, σφυρίζω, βουίζω, το σκάω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω, αρνούμαι, χάνω, πηγαίνω με το γράμμα του νόμου, φεύγω κρυφά, χτυπάω, χτυπώ κπ/κτ με το κεφάλι, χαστουκίζω, κλωστική μηχανή, ρίχνω γονατιά σε κπ/κτ, σφαλιαρίζω, επιβάλλω πρόστιμο, επιβάλλω πρόστιμο σε κπ, φυτίλι, φεύγω γρήγορα, κολλάω, κολλώ, παίρνω, δανείζω κτ σε κπ, βαράω, χτυπάω, ρίχνω κουτουλιά σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης filer

σκίζω

verbe transitif (un collant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai filé mes collants en essayant d'escalader la barrière.
Έσκισα το καλσόν μου προσπαθώντας να σκαρφαλώσω πάνω από τον φράκτη.

σκίζομαι

verbe intransitif (collant)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mes collants étaient si fins qu'ils ont filé au bout de 10 minutes.
Το καλσόν μου ήταν τόσο λεπτό που σκίστηκε δέκα λεπτά αφού το φόρεσα.

γνέθω

verbe transitif (Textile)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les tisserands filent les fibres, puis fabriquent des vêtements.
Οι υφαντές γνέθουν ίνες για να γίνουν νήμα κι έπειτα φτιάχνουν ύφασμα.

γνέθω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'ouvrier textile savait filer rapidement.
Ο εργάτης της κλωστοϋφαντουργίας ήξερε να γνέθει γρήγορα.

υφαίνω ιστό

verbe intransitif (araignée)

L'araignée file avec habilité.
Η αράχνη υφαίνει τον ιστό της με μαεστρία.

χάνω πόντους

verbe intransitif (bas, collants)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mes bas commencent à filer.

έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηγαίνω βολίδα

verbe intransitif

Les voitures filaient sur la route.
Αυτοκίνητα κατέβαιναν βολίδα τον δρόμο.

τρέχω

(familier) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu vas être en retard à l'école, alors file !

κινούμαι γρήγορα

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρέχω

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

την κάνω, την κοπανάω

(familier) (αργκό, μτφ: φεύγω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προχωρώ γρήγορα

verbe intransitif (aller vite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φεύγω βιαστικά

(familier)

φεύγω

verbe intransitif (familier : partir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσπερνάω, παρέρχομαι

(temps)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

την κάνω, του δίνω

verbe intransitif (familier : partir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut que je file avant que les magasins ferment.

την κάνω, την κοπανάω

verbe intransitif (familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les criminels ont abandonné leur véhicule et ont filé à pied.
Οι εγκληματίες εγκατέλειψαν το όχημά τους και το έσκασαν πεζοί.

φεύγω βιαστικά

verbe intransitif (fam)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Désolé, je dois filer, j'ai un train à prendre.

φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα

verbe intransitif (familier : partir)

το σκάω

verbe intransitif (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετάω, πετώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les heures filent quand je suis avec toi.
Οι ώρες πετούν όταν είμαι μαζί σου.

την κάνω

verbe intransitif (familier : partir) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω

verbe intransitif (familier : partir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il faut qu'on file si on ne veut pas rater notre vol.

περνάω γρήγορα

verbe intransitif (familier : temps) (ώρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les heures filent quand je suis avec toi.

περνάω

verbe intransitif (figuré, familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il me semble que les années ont filé trop vite, et que je suis tout à coup devenu vieux.

περνώ γρήγορα

verbe intransitif (temps : passer vite)

J'essayais de terminer l'examen, mais le temps filait.
Προσπαθούσε να τελειώσω το διαγώνισμα, αλλά η ώρα απλά περνούσε γρήγορα.

κλώθω, γνέθω

verbe transitif (Textile)

ακολουθώ τα ίχνη

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πετάγομαι

verbe intransitif (familier) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Andy reviendra sous peu ; il a dû filer pour passer un coup de fil.
Ο Άντυ θα επιστρέψει σε ένα λεπτό. Πετάχτηκε να κάνει ένα γρήγορο τηλεφώνημα.

πετάγομαι

verbe intransitif (familier) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il n'y a plus de lait ; je vais filer en racheter.
Δεν έχουμε γάλα. Θα πεταχτώ να μας φέρω λίγο.

τρέχω

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il fila lorsqu'il se souvint de son rendez-vous.

φεύγω γρήγορα

verbe intransitif (familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis désolé de vous laisser, mais je dois filer.
Λυπάμαι που σε αφήνω, αλλά πρέπει να βιαστώ.

περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα

(temps)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le temps file quand on s'amuse.

το σκάω

(un peu familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a filé dès que ses parents sont arrivés.
Μόλις έφτασαν οι γονείς της, την κοπάνησε.

περνάω, περνώ

(temps)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Une fois qu'on a des enfants, les années filent.

τρέχω

verbe intransitif (familier : aller vite)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La voiture filait sur la route.

τρέχω

(μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La petite grand-mère fila vers son jeu de cartes.

τρέχω

verbe intransitif (familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ακολουθώ

verbe transitif (suivre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils l'ont filé jusque chez lui.

ξετυλίγω

verbe transitif (Nautique : une écoute,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κινούμαι γρήγορα

Il glissa, fonçant tête la première dans un réverbère.

κινούμαι γρήγορα

verbe intransitif (familier)

ακολουθώ, παρακολουθώ

(suivre) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le détective fila (or : pista) le suspect.

φεύγω ξαφνικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Partir au milieu d'une conversation est quelque chose qu'il fait tout le temps.
Να φεύγει ξαφνικά στο μέσο μιας συζήτησης είναι κάτι που κάνει όλη την ώρα.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρακολουθώ στενά

L'espion suivit (or: fila) le responsable pour savoir avec qui il travaillait.
Ο κατάσκοπος έγινε η σκιά του αξιωματούχου, για να ανακαλύψει με ποιον συνεργαζόταν.

την κάνω, την κάνω με ελαφρά, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια

(populaire) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les enfants se précipitèrent de l'autre côté de l'aire de jeu.
Τα παιδιά έτρεχαν πέρα δώθε στην παιδική χαρά.

το σκάω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω

(familier) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il se fait tard, je vais y aller.
Είναι αργά και ήρθε η ώρα να φύγω.

φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα

Les voleurs sont partis précipitamment quand ils ont entendu l'alarme sonner.
Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια όταν άκουσαν το συναγερμό.

πετάγομαι

verbe intransitif (καθομ, μεταφορικά: κάπου ή σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peux-tu filer chez John pour lui donner cette carte ?
Μπορείς να πεταχτείς μέχρι του Γιάννη για να παραδώσεις αυτή την κάρτα;

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le petit garçon se hâta pour suivre son frère.

την κάνω, του δίνω

(familier : partir) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On se casse, il faut qu'on soit là-bas dans vingt minutes.

πετάγομαι σε κτ

(καθομιλουμένη, μτφ)

Est-ce que tu peux passer en vitesse au magasin et me ramener un journal ?
Μπορείς να πεταχτείς στα μαγαζιά να πάρεις μια εφημερίδα;

φεύγω βιαστικά

Les voleurs sont partis rapidement avant que la police n'arrive.
Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια πριν φτάσει η αστυνομία.

φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μισώ το να τους αποχαιρετάω όλους στο τέλος ενός πάρτι και έτσι συνήθως απλά φεύγω στα κρυφά.

χαστουκίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Γουέντυ χαστούκισε τον Καρλ όταν έμαθε πως την απατούσε.

αυτός που παρακολουθεί κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La police avait pris le gangster en filature pour découvrir qui étaient ses complices.
Η αστυνομία έβαλε κάποιον να γίνει η σκιά του μαφιόζου για να μάθει ποιοι είναι οι συνεργοί του.

κόβω κλήση, δίνω κλήση

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le policier m'a verbalisé pour excès de vitesse.
Ο αστυνόμος μου έκοψε κλήση (or: έδωσε κλήση) για υπερβολική ταχύτητα

αναδρομή στο παρελθόν

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρίχνω μία μπουνιά

locution verbale (familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après s'être fait insulter par Bob, Paul lui a filé un coup de poing (or: lui a balancé son poing dans la tronche).

το σκάω

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω άδεια από τη σημαία

locution verbale (μεταφορικά)

κάνω κπ να ανατριχιάσει

locution verbale (populaire) (από φόβο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rien que de penser à la maison hantée lui filait la pétoche.

προκαλώ αηδία σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σφυρίζω, βουίζω

locution verbale (μτφ: γρήγορη κίνηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La flèche fila à toute vitesse et alla se planter au centre de la cible.
Το βέλος βούιξε στον αέρα και καρφώθηκε στο κέντρο.

το σκάω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Paul a regardé autour de lui et s'est rendu compte que Joe était encore parti en douce.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locution verbale

φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
S'étant glissé dans la chambre, il déroba le contenu du sac à main, puis fila en catimini.

αρνούμαι, χάνω

(une chance, occasion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Val ne pouvait tout simplement pas laisser passer l'opportunité de passer l'été dans le sud de la France.
Η Βαλ απλά δεν μπορούσε να χάσει την ευκαιρία να περάσει το καλοκαίρι στη Νότια Γαλλία.

πηγαίνω με το γράμμα του νόμου

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω κρυφά

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a réussi à partir en douce du cours sans que personne ne s'en aperçoive.
Κατάφερε να φύγει κρυφά από το μάθημα χωρίς να τη δει κανείς.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπώ κπ/κτ με το κεφάλι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαστουκίζω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il m'a filé une baffe sans raison !

κλωστική μηχανή

nom masculin (βιομηχανία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Rose utilise un métier à filer pour organiser son fil, ce qui est bien plus rapide que la technique manuelle.

ρίχνω γονατιά σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shaun a donné un coup de genou dans le punching-ball.
Ο Σον έριξε γονατιά στον σάκο του μποξ.

σφαλιαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle lui a donné un coup à la tête pour avoir été si grossier.

επιβάλλω πρόστιμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le policier lui a donné une contravention (or: donné une amende) pour excès de vitesse.
Ο αστυνομικός του έδωσε κλήση για υπερβολική ταχύτητα.

επιβάλλω πρόστιμο σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο δικαστής της επέβαλε πρόστιμο 500 λίρες για ασέβεια προς το δικαστήριο.

φυτίλι

nom féminin (κλωστοϋφαντουργία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φεύγω γρήγορα

locution verbale

Furieux, Nelson a filé chez lui à toute vitesse.

κολλάω, κολλώ

(une maladie) (καθομ: κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
NEW : Le chien de la voisine a transmis la rage à mon cochon d'Inde.

παίρνω

verbe transitif (Base-ball)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le batteur laisse toujours passer (or: filer) la première balle.

δανείζω κτ σε κπ

(familier)

Hey, mon pote, tu peux me filer vingt dollars ?

βαράω, χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Josh a cogné (or: frappé) l'homme qui l'avait insulté à la mâchoire.

ρίχνω κουτουλιά σε κπ

(très familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le type a foutu un coup de boule à James et s'est enfui, le laissant à terre avec la tête en sang.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του filer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του filer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.