Τι σημαίνει το tâche στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tâche στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tâche στο Γαλλικά.
Η λέξη tâche στο Γαλλικά σημαίνει δουλειά, λεκές, λεκές, στίγμα, μουντζουρωμένος, θολωμένος, εργασία, λεκές, λεκές, πανάδα, κοκκινίλα, κηλίδα, κηλίδα, κηλίδα, φθαρμένος, σημάδι, ατέλεια, λεκές, κηλίδα, κηλίδα, λάσπη, λεκές, στίγμα, λερωμένος, πιτσιλισμένος, καθήκον, μουτζούρα, μουντζούρα, κηλίδα, στίγμα, λεκιασμένος, κηλίδα από μελάνι, λεκές από μελάνι, πιτσιλιά, κηλίδα, αρμοδιότητα, πασαλειμμένος, βλάκας, ηλίθιος, λερώνω, κάνω λεκέ, αφήνω λεκέ, λεκιάζω, λερώνω, αμαυρώνω, λερώνω, λεκιάζω, λεκιάζω, λερώνω, μουτζουρώνω, λέκιασμα, λερώνω, βρωμίζω, λεκιάζω, λερώνω, σπιλώνω, μουτζουρώνω, άσπιλος, κηλίδα, άψογος, άμεμπτος, αιματοβαμμένος, καταματωμένος, που γλιτώνει κόπο, άψογος, αψεγάδιαστος, ακηλίδωτος, ελεύθερος επαγγελματίας, φακίδα, εκ γενετής σημάδι, ηλιακή κηλίδα, κηλίδα αίματος, κονσίλερ, εργάτης, που δουλεύει πάρα πολύ σκληρά, αφοσίωση στο καθήκον, τυφλό σημείο, λεκές από αίμα, ταυτόχρονη δραστηριότητα, κουραστική δουλειά, δύσκολη δουλειά, δύσκολη υπόθεση, σημάδι, γραφειοκρατική εργασία, επίσημη εργασία, λεκές από νερό, γολγοθάς, γεροντική κηλίδα, εργασία με το κομμάτι, αρχίζω τη δουλειά, αναθέτω εργασία, αναθέτω δουλειά, έχω ανειλημμένο καθήκον, καλυμένος από μελάνι, ακηλίδωτος, άσπιλος, δουλειά, πιτσιλιά, ανάθεση, κηλίδα, δύσκολη δουλειά, δύσκολο καθήκον, κτ που θέλει κόπο, σκοτώνομαι, διαχείριση, κομμάτι, τμήμα, μουντζούρα, βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα, ξεχωρίζω, άσπιλος, πεντακάθαρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tâche
δουλειάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai dix tâches à accomplir aujourd'hui. Έχω δέκα δουλειές που πρέπει να τελειώσω σήμερα. |
λεκέςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il y a une tache de ketchup sur ta chemise. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τι είναι αυτές οι κηλίδες αίματος στο πάτωμα; |
λεκέςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Philip a frotté sa chemise pour essayer de faire partir la tache. Ο Φίλιπ έτριψε το πουκάμισό του προσπαθώντας να βγάλει τον λεκέ. |
στίγμαnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'affaire était une tache dans la réputation du politicien. Η υπόθεση αποτελούσε πλήγμα για τη φήμη του πολιτικού. |
μουντζουρωμένος, θολωμένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εργασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son patron lui a donné trois tâches à accomplir avant la fin de la semaine. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η αποστολή του Κώστα ως μυστικός αστυνομικός ήταν να ανακαλύψει που κρυβόταν ο αρχηγός της σπείρας. |
λεκές
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) James n'a pas bien poli la table ; je peux voir les taches de l'autre côté de la pièce ! |
λεκές
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sarah a dit qu'elle avait nettoyé les fenêtres mais elles étaient couvertes de taches. Η Σάρα είπε ότι είχε καθαρίσει τα παράθυρα, αλλά ήταν γεμάτα με κηλίδες. |
πανάδα, κοκκινίλα, κηλίδα(sur la peau) (στο δέρμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une réaction allergique a couvert mon visage de taches roses. |
κηλίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κηλίδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φθαρμένος(avec des taches) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Un usage important avait rendu le bureau taché et rayé. Η πολλή χρήση είχε κάνει το γραφείο να είναι σημαδεμένο και γδαρμένο. |
σημάδιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La table ancienne présente une tache sombre sur le côté gauche. Το τραπέζι αντίκα έχει ένα σκούρο σημάδι στην αριστερή του πλευρά. |
ατέλειαnom féminin (figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'est pas rare pour les fruits et légumes bio d'être couverts de taches. Δεν είναι σπάνιο για τα βιολογικά φρούτα και λαχανικά να έχουν κάποιες ατέλειες. |
λεκέςnom féminin (sur un vêtement...) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κηλίδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a bien une tache de moisi sur ce pain. |
κηλίδαnom féminin (sur une plante) (σε φυτό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λάσπηnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι αμαύρωσαν το όνομά του με τόνους λάσπης. |
λεκέςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les taches d'encre sur ses mains laissaient clairement voir qu'il avait travaillé dans l'imprimerie. |
στίγμα(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le vol est une tache dans le dossier exemplaire de Fred. |
λερωμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ο Μάλκολμ μούλιασε το λερωμένο πουκάμισο σε κρύο νερό. |
πιτσιλισμένοςadjectif (με μικρές πιτσιλιές) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Rick a baissé les yeux et s'est rendu compte que sa chemise était tachée de sang. |
καθήκονnom féminin (travail) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sa tâche principale est l'entretien général. |
μουτζούρα, μουντζούρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a une tache foncée en bas de l'esquisse. |
κηλίδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une tache de peinture bleue avait séché sur la joue de Lena. |
στίγμα(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La souillure de l'adultère ruina la carrière du prédicateur. |
λεκιασμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κηλίδα από μελάνι, λεκές από μελάνι(d'encre) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιτσιλιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο Τζον γύρισε τη βρύση πολύ δυνατά και το πουκάμισό του κατέληξε γεμάτο πιτσιλιές νερού. |
κηλίδα(petit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι κηλίδες λευκού δέρματος που έχεις προκαλούνται από λεύκη. |
αρμοδιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ses fonctions consistent à payer les factures en souffrance de la société. |
πασαλειμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
βλάκας(familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ηλίθιος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Dégage, idiot ! Φύγε από μπροστά μου, ηλίθιε! |
λερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le vin a taché la nouvelle robe de Catherine (or: a fait une tache sur la nouvelle robe de Catherine). Το κρασί λέκιασε το καινούριο φόρεμα της Κάθριν. |
κάνω λεκέ, αφήνω λεκέverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fais attention de ne pas renverser ce vin rouge parce qu'il tache. |
λεκιάζω, λερώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'huile s'est renversée et a taché la nappe. |
αμαυρώνω(figuré : une réputation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le scandale a sali (or: entaché) la réputation du ministre. |
λερώνω, λεκιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La boue a taché la nouvelle jupe d'Amanda. |
λεκιάζω, λερώνω, μουτζουρώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέκιασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λερώνω, βρωμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λεκιάζω, λερώνωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Par accident, l'artiste heurta la toile encore humide et macula la peinture. |
σπιλώνωverbe transitif (επίσημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après avoir travaillé le soir dans le jardin, Tania s'est douchée avant d'aller au lit pour ne pas salir les draps propres. |
μουτζουρώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'enfant a marqué les murs avec du crayon. Τα παιδιά μουτζούρωσαν όλους τους τοίχους με τις κηρομπογιές τους. |
άσπιλος(figuré, littéraire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κηλίδα(μικρή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Από αυτή την απόσταση το σπίτι τους στην κορφή του λόφου μοιάζει με κουκκίδα. |
άψογος, άμεμπτος(figuré : réputation) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sa réputation impeccable a fait d'elle une bonne candidate pour le poste. Η άψογη φήμη της την έκανε καλή υποψήφια για τη θέση. |
αιματοβαμμένος, καταματωμένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που γλιτώνει κόποlocution adjectivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
άψογος, αψεγάδιαστοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακηλίδωτοςlocution adjectivale (figuré : réputation) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le maire a une réputation sans tache. |
ελεύθερος επαγγελματίας(travailleur) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
φακίδαnom féminin (souvent au pluriel) (συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Brian n'aimait pas s'exposer au soleil car ça faisait tout de suite ressortir ses taches de rousseur. Στον Μπράιαν δεν άρεσε να βγαίνει στον ήλιο γιατί πάντα γέμιζε φακίδες. |
εκ γενετής σημάδιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La tache de naissance (or: tache de vin) de Nicole lui couvre presque toute la joue droite. |
ηλιακή κηλίδαnom féminin (αστρονομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κηλίδα αίματοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κονσίλερnom masculin (μακιγιάζ: μαύροι κύκλοι) |
εργάτηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
που δουλεύει πάρα πολύ σκληράnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφοσίωση στο καθήκον(moral) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le chef de la police a loué le lieutenant pour son sens du devoir. |
τυφλό σημείο(Anatomie) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λεκές από αίμαnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Lave les taches de sang à l'eau froide ou tu ne les feras jamais partir. |
ταυτόχρονη δραστηριότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κουραστική δουλειάnom féminin |
δύσκολη δουλειά, δύσκολη υπόθεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σημάδιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γραφειοκρατική εργασίαnom féminin Πολλοί γιατροί απογοητεύονται από τη δουλειά τους γιατί υπάρχουν πολλά διοικητικά καθήκοντα που πρέπει να ολοκληρωθούν. |
επίσημη εργασίαnom féminin |
λεκές από νερόnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il y a des taches d'eau sur la veste en cuir clair. |
γολγοθάς(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γεροντική κηλίδαnom féminin (στο δέρμα) |
εργασία με το κομμάτιnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αρχίζω τη δουλειά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il s'est mis au travail dès qu'on lui a confié la nouvelle tâche. |
αναθέτω εργασία, αναθέτω δουλειάlocution verbale Comme elle venait d'arriver dans l'entreprise, je lui ai assigné une tâche assez facile. |
έχω ανειλημμένο καθήκονlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλυμένος από μελάνι(κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακηλίδωτος, άσπιλοςlocution adjectivale (figuré) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δουλειάnom féminin (συχνά στον πληθυντικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mallory dédie ses samedis matins aux tâches ménagères. Η Μάλλορυ κάθε Σάββατο πρωί κάνει τις δουλειές του σπιτιού. |
πιτσιλιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tu as fait une tache de peinture sur le sol. |
ανάθεση(tâche) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κηλίδα(matériau coloré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δύσκολη δουλειά, δύσκολο καθήκονnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κτ που θέλει κόπο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το να πηγαίνεις με ποδήλατο σε ανηφόρα θέλει κόπο. |
σκοτώνομαιverbe pronominal (figuré, familier) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Μην σκοτώνεσαι να κουβαλήσεις όλα αυτά τα κουτιά με τη μία. |
διαχείρισηnom féminin (σπιτιού, νοικοκυριού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il s'occupait des enfants et des tâches ménagères. Φρόντιζε τα παιδιά και το νοικοκυριό του σπιτιού. |
κομμάτι, τμήμα(de verglas) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Angela dérapa sur une plaque de verglas. Η Άντζελα πάτησε ένα κομμάτι πάγου και γλίστρησε. |
μουντζούραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette tache floue en arrière-plan dans le tableau est la bordure de la forêt. |
βάζω τα δυνατά μου, βάζω όλα μου τα δυνατά, τα δίνω όλα(καθομ: για να κάνω κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεχωρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La crête bleue du jeune homme se remarquait (or: se distinguait) dans les bureaux. Η μπλε μοϊκάνα του νεαρού ξεχωρίζει στο εταιρικό περιβάλλον του γραφείου. |
άσπιλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πεντακάθαροςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La nappe blanche immaculée était sans tache avant que Robin renverse son vin. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tâche στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του tâche
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.