Τι σημαίνει το tape στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tape στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tape στο Αγγλικά.

Η λέξη tape στο Αγγλικά σημαίνει κασέτα, κολλητική ταινία, κορδέλα, κορδέλα, κολλάω, καταγράφω, μαγνητοσκοπώ, ηχογράφηση, κλείνω, σφραγίζω, κολλώ με ταινία, κολλητική ταινία, μαγηντοταινία, κασέτα, ταινία σήμανσης, διαφανής, κολλητική ταινία, μπλάνκο, ταινία διπλής όψης, μονωτική ταινία, κολλητική ταινία, ζωστήρ ο θαλάσσιος, αυτοκόλλητη ταινία, μονωτική ταινία, μαγνητική ταινία, χαρτοταινία, master tape, γραφειοκρατία, σελοτέιπ, κολλητική ταινία, χειρουργικός επίδεσμος, κασέτα, κασετόφωνο, μονάδα ταινίας, μεζούρα, κασετόφωνο, κασετόφωνο, ηχογράφηση, μαγνητοφωνώ, βιντεοταινία, βιντεοκασέτα, βιντεοκάμερα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tape

κασέτα

noun (audio cassette)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Liam put a tape in the cassette player and pressed play.
Ο Λίαμ έβαλε μια κασέτα στο κασετόφωνο και πάτησε το play.

κολλητική ταινία

noun (uncountable (adhesive strip)

Ann used tape to stick the wrapping paper down.
Η Άνν χρησιμοποίησε σελοτέιπ για να κολλήσει το χαρτί περιτυλίγματος.

κορδέλα

noun (measuring strip) (μεταφορικά: αρκετά μέτρα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben got out the tape to measure the space.
Ο Μπεν έβγαλε τη μετροταινία για να μετρήσει τον χώρο.

κορδέλα

noun (any thin strip)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The apron is fastened at the back with tapes. The crime scene was cordoned off with tape.
Η ποδιά δένει στο πίσω μέρος με κορδέλες.

κολλάω

transitive verb (fix with adhesive tape)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nina taped the hole in her jeans, as a temporary repair.
Η Νίνα κόλλησε με σελοτέιπ την τρύπα στο παντελόνι της ως προσωρινή επισκευή.

καταγράφω

transitive verb (record)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The journalist taped his interview with the film star.
Ο δημοσιογράφος κατέγραψε την συνέντευξή του με τον κινηματογραφικό αστέρα.

μαγνητοσκοπώ

transitive verb (record for broadcast) (τηλεόραση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The radio station taped the show, ready for broadcast a few days later.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός ηχογράφησε την εκπομπή και ήταν έτοιμη για μετάδοση μερικές μέρες μετά.

ηχογράφηση

noun (recording) (ραδιόφωνο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tape of the show was carefully stored in the warehouse.
Η μαγνητοσκόπηση της εκπομπής αποθηκεύτηκε προσεκτικά στην αποθήκη.

κλείνω, σφραγίζω

phrasal verb, transitive, separable (apply adhesive tape) (με ταινία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joan taped up the parcel, ready to go in the post.

κολλώ με ταινία

phrasal verb, transitive, separable (attach with sticky tape)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need you to tape the poster on the wall.

κολλητική ταινία

noun (tape for sticking items together)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A first-aid kit includes gauze and adhesive tape as well as bandages.

μαγηντοταινία

noun (tape for recording sound) (ηχητικής εγγραφής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κασέτα

noun (tape: for recording)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The interviews were recorded on cassette.

ταινία σήμανσης

noun (strip for blocking [sth] off)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The construction workers blocked off the manhole with caution tape.

διαφανής, κολλητική ταινία

noun (adhesive tape)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sticky side of cellophane tape is useful for removing dog and cat hair from clothes.

μπλάνκο

noun (for masking errors) (εμπορικό σήμα, καθομ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
When I used a typewriter I went through a lot of correction tape, but with a computer I just hit "Delete".

ταινία διπλής όψης

noun (strip: adhesive on both sides)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μονωτική ταινία, κολλητική ταινία

noun (strong adhesive tape)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Duct tape can be used to repair almost anything.

ζωστήρ ο θαλάσσιος

noun (botany: marine plant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αυτοκόλλητη ταινία

noun (adhesive tape used for friction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μονωτική ταινία

noun (electrical tape)

μαγνητική ταινία

noun (uncountable (strip sensitive to electromagnets)

χαρτοταινία

noun (temporary sticking tape)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When you are painting window frames, put masking tape round the edge to stop the paint getting on the glass.

master tape

noun (original recording) (πρωτότυπο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I made a copy in case the master tape was destroyed or stolen.

γραφειοκρατία

noun (figurative, informal (bureaucracy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Prepare yourself for a lot of red tape when buying a house in Italy.
Προετοιμάσου για πολλή γραφειοκρατία κατά την αγορά σπιτιού στην Ιταλία.

σελοτέιπ

noun (uncountable, ® (clear adhesive tape) (εμπορικό σήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κολλητική ταινία

noun (adhesive strip)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I use sticky tape to remove fluff from my clothes.

χειρουργικός επίδεσμος

noun (adhesive bandage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κασέτα

noun (magnetic cassette for audio, video)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κασετόφωνο

noun (device that plays audio cassettes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
With the advent of CDs, tape decks in cars are becoming obsolete.

μονάδα ταινίας

noun (transfers data between computer and tape)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We used to load reels of tape onto the tape drive so old data could be read.

μεζούρα

noun (strip for measuring) (μέχρι 1-1,5 μέτρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tailors and dressmakers use tape measures to take measurements for clothing.

κασετόφωνο

noun (machine: plays audio cassettes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aaron switched on the tape player.

κασετόφωνο

noun (device for recording onto audio cassette)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηχογράφηση

noun (sound reproduction on cassette)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The police have a tape recording of you admitting that you stole the money.

μαγνητοφωνώ

transitive verb (audio) (κασέτα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βιντεοταινία

noun (uncountable (film, audio medium)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
One of the disadvantages of videotape is that it can become stretched.

βιντεοκασέτα

noun (videocassette)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The videotape has got stuck in the player.

βιντεοκάμερα

noun (appliance that plays video cassettes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I put the cassette in the video tape recorder and sat back to watch the film.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tape στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tape

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.