Τι σημαίνει το punch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης punch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του punch στο Αγγλικά.

Η λέξη punch στο Αγγλικά σημαίνει γροθιά, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, τρυπώ, δύναμη, ένταση, παντς, ζουμπάς, πατάω, πατώ, φρουτ πάντς, περφορατέρ, χτυπάω κάρτα, καταχωρώ, τρυπάω, χτυπάω, χτυπώ κάρτα, διαπερνώ, διατρυπώ, χτυπάω, χτυπώ, τρυπητήρι μετάλλων, διατρητικό μηχάνημα, διατρητική μηχανή μηχανογράφησης, εισάγω δεδομένα με χρήση διατρητικής μηχανής, εισάγω με χρήση διατρητικής μηχανής, διπλό χτύπημα, διπλό χτύπημα, είμαι αποτελεσματικός, κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος, τρυπάω, τρυπώ, ακυρώνω το εισιτήριο, μπολ για παντς, διάτρητη καρτέλα, χτυπάω κπ σε κτ, γροθοκοπώ, γρονθοκοπώ, λίστα υποχρεώσεων, λίστα καθηκόντων, λίστα εκκρεμοτήτων, μπουνίδι, σάκος του μποξ, σάκος του μποξ, ρίχνω μία μπουνιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης punch

γροθιά

noun (strike made with fist)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boxer's punch knocked his opponent over.
Η γροθιά του μποξέρ έριξε κάτω τον αντίπαλό του.

ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ

transitive verb (hit with fist)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Beside himself with rage, Ben punched Harry.
Όντας εξαγριωμένος, ο Μπεν γρονθοκόπησε τον Χάρυ.

τρυπώ

transitive verb (make a hole in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bus conductor punched Jane's ticket.
Ο οδηγός του λεωφορείου χτύπησε το εισιτήριο της Τζέιν.

δύναμη, ένταση

noun (informal, figurative (impact)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The advertising campaign had a lot of punch.
Η διαφημιστική καμπάνια είχε μεγάλη πέραση.

παντς

noun (party drink: cocktail)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
We're making a cider, rum, and cinnamon punch.
Φτιάχνουμε ένα παντς από μηλίτη, ρούμι και κανέλα.

ζουμπάς

noun (tool for punching holes) (εργαλείο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Robert used a punch to put a new hole in his belt.

πατάω, πατώ

transitive verb (button, key: press)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah punched a button and the door opened.

φρουτ πάντς

noun (non-alcoholic mixed fruit juice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It tastes like fruit punch but contains less sugar. I made some fruit punch for the party tonight.
Έχει γεύση φρουτ πάντς, αλλά περιέχει λιγότερη ζάχαρη. Έφτιαξα λίγο φρουτ πάντς για το πάρτι απόψε.

περφορατέρ

noun (device for making holes in documents) (ξενικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χτυπάω κάρτα

phrasal verb, intransitive (activate time card at job)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

καταχωρώ

phrasal verb, transitive, separable (use keys to enter data)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρυπάω

phrasal verb, transitive, separable (make perforations)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (hit unconscious) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπώ κάρτα

phrasal verb, intransitive (at work: record leaving time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαπερνώ, διατρυπώ

phrasal verb, transitive, inseparable (perforate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The criminals used a power drill to punch through the safe and get the cash.

χτυπάω, χτυπώ

phrasal verb, transitive, separable (use keys to enter data)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The shopkeeper punched up the price on the till.

τρυπητήρι μετάλλων

noun (tool for making holes in metal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διατρητικό μηχάνημα

noun (device: makes holes in documents)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I use a hole-puncher to put holes in the pages and then put them in my binder.

διατρητική μηχανή μηχανογράφησης

noun (hole-punching device)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εισάγω δεδομένα με χρήση διατρητικής μηχανής

intransitive verb (enter data using a keypunch)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εισάγω με χρήση διατρητικής μηχανής

transitive verb (data: enter using a keypunch)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διπλό χτύπημα

noun (US, figurative (double impact) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διπλό χτύπημα

noun (boxing: two blows)

Joe knocked John down with a one-two punch to the head and stomach.

είμαι αποτελεσματικός

verbal expression (figurative, informal (be powerful) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wow! That whiskey really packs a punch!

κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος

adjective (informal (extremely satisfied)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was pleased as punch when I found my shoes.

τρυπάω, τρυπώ

verbal expression (perforate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακυρώνω το εισιτήριο

verbal expression (ticket: validate by perforating)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Train conductors punch passengers' tickets so they're not used again.

μπολ για παντς

noun (receptacle for party drinks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διάτρητη καρτέλα

noun (card storing data by means of punched holes)

I remember when a computer was the size of a room and the data was all on punch cards. Some factories still have their employees use punch cards to clock in and out.

χτυπάω κπ σε κτ

(hit on specified body part)

Tom punched Pete in the stomach.

γροθοκοπώ, γρονθοκοπώ

(crush by hitting with fist)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you don't shut up, I'm going to punch your face in.

λίστα υποχρεώσεων, λίστα καθηκόντων

noun (to-do list, series of tasks to be done)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My punch list for the weekend includes washing my car and cleaning my bedroom.

λίστα εκκρεμοτήτων

noun (construction: tasks)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The punch list includes various minor repairs which need to be done.

μπουνίδι

noun (UK, informal (fist fight) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The two men had a punch-up.

σάκος του μποξ

noun (stuffed bag for boxing practice)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Rod was practising his boxing moves with a punch bag.

σάκος του μποξ

noun (figurative ([sb] subjected to abuse) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I quit my job because I felt the boss was using me as a punching bag.

ρίχνω μία μπουνιά

verbal expression (try to hit [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After hearing Bob's insult, Paul threw a punch.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του punch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του punch

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.