Τι σημαίνει το train στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης train στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του train στο Γαλλικά.
Η λέξη train στο Γαλλικά σημαίνει τρένο, τραίνο, σιδηροδρομικές υπηρεσίες, βηματισμός, μόδα, πλαίσιο, πίσω μέρος τετράποδου, αποβίβαση, λεηλατικός, που πετάει, πισινά, οπίσθια, αυτός που δίνει τον ρυθμό, κολλάω πίσω από κπ/κτ, αμαξοστοιχία, σιδηροδρομικός, διαδεδομένος, συχνός, με το τρένο, γρήγορα, γοργά, σβέλτα, με τρένο, επ'αυτοφώρω, τρόπος ζωής, αυτός που ρυθμίζει την ταχύτητα κούρσας, κάρτα μειωμένου εισητηρίου για τρένο, ρουτίνα, εξοπλισμός προσγείωσης, ρουτίνα, καθημερινότητα, εμπορική αμαξοστοιχία, αμαξοστοιχία υψηλής ταχύτητας, ριναίος τροχός αεροσκάφους, επιβατική αμαξοστοιχία, ελεγκτής εισιτηρίων, δρομολόγια τρένων, εισιτήριο τρένου, ταξίδι με τρένο, υπέρταχεία, φορτηγό τρένο, φορτηγό τραίνο, ημέρα της μαρμότας, νυχτερινό τρένο, νυχτερινό τραίνο, εναέριο τρένο, εναέριο τραίνο, τρενάκι, μηχανοδηγός, τερματικός σιδηροδρομικός σταθμός, φορτηγό τρένο, τοπικό τρένο, ηλεκτρικό τρένο, ηλεκτροκίνητο τρένο, ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα, παίρνω το τρένο, ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλεια, υπονοώ, υπαινίσσομαι, επιβιβάζομαι στο τρένο, επιβιβάζομαι στο τραίνο, ακολουθώ, εξερχόμενος, χωρίς δισταγμό, σύστημα προσγείωσης, άμαξα μαζί με τα άλογα και τον αμαξά, ρουτίνα, κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι, βάζω κτ στο τρένο, βάζω κτ στο τραίνο, ατμομηχανή, είμαι στη διαδικασία, ρουτίνα, στη μέση, -, -, αμαξοστοιχία μεταφοράς εμπορευμάτων, αμαξοστοιχία εμπορευμάτων, που κρυώνει, που κλωσάει, -, μεγαλοπρεπώς, πιάνω, συλλαμβάνω, πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης train
τρένο, τραίνοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a des trains pour Paris toutes les heures. Υπάρχουν τρένα που φεύγουν για το Παρίσι κάθε ώρα. |
σιδηροδρομικές υπηρεσίεςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
βηματισμόςnom masculin (cheval) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La cavalière serra doucement ses mollets pour accélérer l'allure du cheval, du trot au petit galop. Η αναβάτισσα πίεσε ελαφρά τις γάμπες τις για να αλλάξει τον βηματισμό του αλόγου από περπάτημα σε καλπασμό. |
μόδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les réseaux sociaux sont le dernier mouvement que les grandes entreprises du monde suivent. |
πλαίσιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πίσω μέρος τετράποδουnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποβίβαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λεηλατικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le commerçant n'était pas de taille à faire face aux émeutiers pillards. |
που πετάει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma grand-mère me jure avoir vu une soucoupe volante dans son jardin hier soir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο κυνηγός πυροβόλησε την πάπια που πετούσε στον αέρα. Πολλοί άνθρωποι τραυματίστηκαν από τα μπάζα που πετάχτηκαν από την έκρηξη. |
πισινά, οπίσθια
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La maman, fâchée, donna à son enfant une tape au derrière. Θυμωμένη η μητέρα χτύπησε το παιδί στον πισινό (or: ποπό). |
αυτός που δίνει τον ρυθμό(Sports : athlète) (αθλητικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κολλάω πίσω από κπ/κτ(μτφ, καθομ, ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Une voiture rouge m'a collé au train pendant tout le trajet jusqu'à l'épicerie. |
αμαξοστοιχία(train) (το συγκοινωνιακό μέσο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σιδηροδρομικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le transport ferroviaire n'est pas aussi rapide que le transport aérien mais au moins on peut voir le paysage en voyageant. |
διαδεδομένος, συχνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pauvreté est répandue dans cette ville. |
με το τρένο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γρήγορα, γοργά, σβέλταlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με τρένοlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le fret est transporté par camion ou par train. |
επ'αυτοφώρω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La police est arrivée alors qu'il était en train de voler le sac de la fille. |
τρόπος ζωής
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Karen aimait vivre dans une grande ville puisque celle-ci lui offrait le style de vie qu'elle préférait. Στην Κάρεν άρεσε να ζει σε μια μεγάλη πόλη γιατί της προσέφερε το είδος του τρόπου ζωής που της άρεσε. |
αυτός που ρυθμίζει την ταχύτητα κούρσαςnom masculin (Sports) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάρτα μειωμένου εισητηρίου για τρένοnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ρουτίναnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tout est devenu un tel train-train. |
εξοπλισμός προσγείωσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Le commandant de bord doit baisser le train d'atterrissage avant de poser l'avion sur la piste. |
ρουτίνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après deux semaines de vacances à Venise, ça a été dur de se replonger dans le train-train quotidien. |
καθημερινότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lire le journal faisait partie de la routine d'Anthony. |
εμπορική αμαξοστοιχίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αμαξοστοιχία υψηλής ταχύτηταςnom masculin (σιδηρόδρομος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je peux aller à Madrid en deux heures en utilisant le dernier train à grande vitesse. |
ριναίος τροχός αεροσκάφουςnom masculin (aviation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand l'avion a percuté la barrière, le train avant s'est arraché et l'avion a terminé sa course par un cheval de bois. |
επιβατική αμαξοστοιχίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ελεγκτής εισιτηρίωνnom masculin (σε τρένο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δρομολόγια τρένωνnom masculin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Nous devrons regarder les horaires de train pour voir quand le train passe à notre arrêt. |
εισιτήριο τρένουnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les billets de train, tout comme les billets d'avion, peuvent être achetés via un voyagiste. |
ταξίδι με τρένοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπέρταχείαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φορτηγό τρένο, φορτηγό τραίνοnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ημέρα της μαρμόταςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) J'en ai assez du train-train quotidien ! Partons en vacances ! |
νυχτερινό τρένο, νυχτερινό τραίνοnom masculin J'ai pris le train de nuit à la gare de Bercy pour aller à Rome. |
εναέριο τρένο, εναέριο τραίνοnom masculin L'un des meilleurs moyens de transport à Bangkok reste le train aérien. |
τρενάκιnom masculin (παιδικό παιχνίδι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μηχανοδηγός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
τερματικός σιδηροδρομικός σταθμόςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φορτηγό τρένοnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τοπικό τρένοnom masculin |
ηλεκτρικό τρένο, ηλεκτροκίνητο τρένοnom masculin |
ακολουθώ τη μόδα, ακολουθώ το ρεύμα(figuré) (χωρίς σκέψη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si tu crois en cette cause, super, mais ne te contente pas de suivre le mouvement. |
παίρνω το τρένοlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je prendrai un train après le travail pour rentrer chez moi (or: Je rentrerai en train après le travail). |
ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλειαlocution verbale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Depuis qu'il a gagné à la loterie, il mène la grande vie (or: il mène grand train). |
υπονοώ, υπαινίσσομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que tu es en train de suggérer que tu n'aimes pas ma chemise ? |
επιβιβάζομαι στο τρένο, επιβιβάζομαι στο τραίνοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακολουθώ(figuré, familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon petit frère voulait toujours nous coller aux basques (or: nous coller au train). Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί. |
εξερχόμενος(train, bateau) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Ένας σωλήνας μεταφέρει την εξερχόμενη ροή του νερού. |
χωρίς δισταγμόlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σύστημα προσγείωσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άμαξα μαζί με τα άλογα και τον αμαξάnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ρουτίναnom masculin (familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tous les jours, c'était le même train-train, et Philip se demandait comment il pouvait s'en sortir. Κάθε μέρα ήταν η ίδια και η ίδια ρουτίνα και ο Φίλιπ απορούσε πως θα μπορούσε να ξεφύγει. |
κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι(μτφ, καθομ, ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne collez pas les voitures, c'est dangereux ! |
βάζω κτ στο τρένο, βάζω κτ στο τραίνοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ατμομηχανήnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
είμαι στη διαδικασίαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je suis en train de demander un visa pour voyager aux États-Unis. |
ρουτίνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Passé dimanche, c'est retour au train-train au boulot. Μετά την Κυριακή έρχεται η επιστροφή στη συνηθισμένη ρουτίνα της δουλειάς. |
στη μέση(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous étions en train de nous disputer lorsque le téléphone a sonné. Είχαμε μια διαφωνία σε εξέλιξη, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Je ne peux pas te parler maintenant. Je suis en train de préparer le dîner. Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα. Ετοιμάζω το βραδινό. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Teresa mange en ce moment. Αυτή τη στιγμή, η Τερέζα τρώει το βραδινό της. |
αμαξοστοιχία μεταφοράς εμπορευμάτων, αμαξοστοιχία εμπορευμάτωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που κρυώνει(liquide) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Βιάσου να φας τη σούπα σου, έχει αρχίσει ήδη να κρυώνει. |
που κλωσάειlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous avons six poules en train de couver, nous aurons bientôt beaucoup de poussins. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) J'étais en train de marcher quand j'ai été témoin d'un accident. |
μεγαλοπρεπώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πιάνω, συλλαμβάνωlocution verbale (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne comprenais pas pourquoi je n'arrêtais pas de perdre, puis, j'ai pris mon partenaire en train de tricher. |
πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alice a surpris son copain en train de manger des gâteaux au milieu de la nuit. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του train στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του train
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.