Τι σημαίνει το tratar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tratar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tratar στο πορτογαλικά.

Η λέξη tratar στο πορτογαλικά σημαίνει φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπ, αντιμετωπίζω, περιποιούμαι, φροντίζω, θεραπεύω κτ με κτ, συμπεριφέρομαι σε κπ με κτ, φέρομαι σε κπ με κτ, χειρίζομαι, εφαρμόζω, αναλύω, συζητώ, φροντίζω να, ασχολούμαι, περιθάλπω, φροντίζω, περιποιούμαι, κάνω κπ καλά, φροντίζω, ασχολούμαι με κτ, επεξεργάζομαι, γιατρεύω, θέτω επί τάπητος, καθαρίζω με αμμοβολή, φροντίζω, προσφωνώ, αναφέρω, θίγω, θέτω, τα βγάζω πέρα, μιλάω, καλλωπίζω, αναλαμβάνω, φροντίζω, κάνω κπ να το πληρώσει ακριβά, κακομεταχειρίζομαι, επείγον επαγγελματικό θέμα, χρήση λάθος φύλου, μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντι, κάνω δουλειές, πατρονάρω, αδιαφορώ, περιφρονώ, εμπορευματοποιώ, απευθύνομαι σε κπ με λάθος φύλο, φέρομαι σκληρά σε κπ, λύνω διαφωνία μέσω συζήτησης, τα βρίσκω, κακομεταχειρίζομαι, φροντίζω, προσέχω, είμαι λιγότερο αυστηρός με κπ, μιλώ υποτιμητικά για κτ, αγριεύω, διατηρώ σε άλμη, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι, όσον αφορά κτ, προσέχω, αναλαμβάνω, Άντε από δω!, καλομαθαίνω, γκρίνια, είμαι, ασχολούμαι με κτ, στέκομαι σαν πατέρας, φέρομαι σαν να είναι μωρό, επεξεργάζομαι κτ με υδροκυάνιο, επεξεργάζομαι με νιτρικό άλας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tratar

φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπ

verbo transitivo (portar-se)

Ele a trata mal.
Της φέρεται (or: συμπεριφέρεται) άσχημα.

αντιμετωπίζω

verbo transitivo (proceder)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela tratou a situação como se nada tivesse acontecido.
Αντιμετώπισε την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτα.

περιποιούμαι, φροντίζω

verbo transitivo (tentar curar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O médico tratou o paciente.
Ο γιατρός περιποιήθηκε τον ασθενή.

θεραπεύω κτ με κτ

verbo transitivo (usar medicação)

Dores de cabeça são normalmente tratadas com aspirina.
Οι πονοκέφαλοι αντιμετωπίζονται συχνά με ασπιρίνη.

συμπεριφέρομαι σε κπ με κτ, φέρομαι σε κπ με κτ

verbo transitivo (atitude)

Seus velhos merecem ser tratados com respeito.
Στους ηλικιωμένους αξίζει να τους φερόμαστε με σεβασμό.

χειρίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pretendo tratar esse assunto com seriedade.

εφαρμόζω

(aplicar algo a) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tratou a mesa com uma solução de limpeza protetora.
Άλειψε το τραπέζι με ένα προστατευτικό καθαριστικό διάλυμα.

αναλύω, συζητώ

(cobrir, abordar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O artigo nem discutiu a questão principal.

φροντίζω να

verbo transitivo (figurado, garantir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασχολούμαι

verbo transitivo (με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, me dê licença enquanto eu trato de uma questão de negócios.
Με συγχωρείτε για λίγο, έχω να φροντίσω ένα θέμα της δουλειάς.

περιθάλπω, φροντίζω, περιποιούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela conseguiu tratar o pássaro, restaurando a sua saúde.
Μπόρεσε να περιθάλψει το πουλί μέχρι που ήταν πια υγιές.

κάνω κπ καλά

verbo transitivo (pessoa: tratar ferimento) (καθομιλουμένη)

φροντίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harriet foi ao escritório tratar de alguns assuntos.
Η Χάριετ πήγε στο γραφείο για να ασχοληθεί με κάποιες δουλειές.

ασχολούμαι με κτ

Seu pedido será tratado dentro de 48 horas.
Θα επεξεργαστούμε το αίτημά σας εντός 48 ωρών.

επεξεργάζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Precisamos tratar isso em uma solução química para mudar a cor.

γιατρεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tratou o paciente de volta à saúde total.

θέτω επί τάπητος

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Este assunto deve ser tratado imediatamente.
Το θέμα πρέπει να τεθεί επί τάπητος άμεσα.

καθαρίζω με αμμοβολή

verbo transitivo (usar jato de areia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sua bicicleta tem um pneu furado, senhor? Vamos cuidar disso imediatamente.
Το ποδήλατό σας έχει σκασμένο λάστιχο κύριε; Θα το φροντίσουμε αμέσως.

προσφωνώ

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Sua Santidade" é a forma correta de dirigir-se ao Papa.
«Παναγιότατε» είναι ο σωστός τρόπος να προσφωνεί κανείς τον Πάπα.

αναφέρω, θίγω, θέτω

verbo transitivo (assunto: trazer à tona) (ένα θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα βγάζω πέρα

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
É impressionante a forma como ela consegue criar uma família, ter um emprego em período integral e lidar com uma mãe acamada, ao mesmo tempo.
Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει, συγχρόνως, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να δουλεύει με πλήρες ωράριο και να διαχειρίζεται το πρόβλημα με την κατάκοιτη μητέρα της.

μιλάω

(για κάποιν/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Conversamos sobre o filme que acabáramos de assistir.
Μιλήσαμε για την ταινία που είχαμε μόλις δει.

καλλωπίζω

verbo transitivo (animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλαμβάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode lidar com essas tarefas para mim?

φροντίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ να το πληρώσει ακριβά

(dar a alguém um tratamento ruim) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κακομεταχειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι γείτονες δε μπορούσαν να πιστέψουν ότι κακομεταχειριζόταν τόσο πολύ τα παιδιά της.

επείγον επαγγελματικό θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρήση λάθος φύλου

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντι

expressão verbal (tratar cuidadosamente, gentilmente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω δουλειές

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πατρονάρω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αδιαφορώ, περιφρονώ

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμπορευματοποιώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απευθύνομαι σε κπ με λάθος φύλο

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φέρομαι σκληρά σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λύνω διαφωνία μέσω συζήτησης, τα βρίσκω

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κακομεταχειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φροντίζω, προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você vai cuidar do meu peixe enquanto estou fora?
Θα φροντίσεις το ψάρι μου όσο θα λείπω;

είμαι λιγότερο αυστηρός με κπ

(tratar alguém com menos severidade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μιλώ υποτιμητικά για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο πολιτικός αφιερώνει πολύ χρόνο στο να μιλάει υποτιμητικά για την πολιτική του αντιπάλου του, αλλά όχι αρκετό στο να μιλάει για τη δική του.

αγριεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διατηρώ σε άλμη

expressão verbal (μακροχρόνια διατήρηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele está cuidando de seus próprios interesses, como sempre.
Ως συνήθως, ασχολείται με τα δικά του ενδιαφέροντα.

όσον αφορά κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando se trata do trabalho de Charles Dickens, ela é uma das maiores especialistas do mundo.
Όσον αφορά το έργο του Τσαρλς Ντίκενς, είναι μία από τις κορυφαίες ειδικούς στον κόσμο.

προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você poderia cuidar da loja por dez minutos enquanto eu realizo algumas tarefas?
Μπορείς να προσέχεις το μαγαζί για 10 λεπτά όσο θα κάνω μερικές εξωτερικές δουλειές;

αναλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O Phil vai cuidar dos preparativos de viagem.
Ο Φιλ θα αναλάβει να κανονίσει τα του ταξιδιού.

Άντε από δω!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por que você ainda está aqui? Suma!

καλομαθαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elizabeth foi mimada e bem tratada durante sua infância.

γκρίνια

expressão verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela esqueceu o aniversário dele, e ele a tratou mal.
Ξέχασε τα γενέθλιά του και την άρχισε στην γκρίνια.

είμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Como trata-se de exames, não foi tão ruim.

ασχολούμαι με κτ

Este artigo trata das similaridades na obra destes dois filósofos.

στέκομαι σαν πατέρας

expressão verbal (συμπαραστέκομαι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O diretor do orfanato trata as crianças sob seus cuidados como pai.
Ο διευθυντής του ορφανοτροφείου στέκεται σαν πατέρας στα παιδιά που έχει στη φροντίδα του.

φέρομαι σαν να είναι μωρό

(BRA) (αρνητικό: σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu queria que meus pais parassem de me tratar como bebê.
Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να μου φέρονται σαν να είμαι μωρό.

επεξεργάζομαι κτ με υδροκυάνιο

locução verbal (metalurgia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επεξεργάζομαι με νιτρικό άλας

expressão verbal (χημεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tratar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του tratar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.