Τι σημαίνει το coisa στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης coisa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coisa στο πορτογαλικά.

Η λέξη coisa στο πορτογαλικά σημαίνει πράγμα, πράγμα, κάτι, τίποτα, πλάσμα, αριστούργημα, μαραφέτι, μαραφέτι, μαραφέτι, αυτό το πράμα, δουλειά, μαραφέτι, -, μαντζαφλάρι, μαραφέτι, μπαρούφα, κρίμα, σταλιά, σταλίτσα, παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο, οτιδήποτε, που μπορεί να εκφραστεί με συνοχή, κοινοτοπία, κάτι, οτιδήποτε, δεν κάνει καμία διαφορά, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυτό, το ένα φέρνει το άλλο, και όλα τα σχετικά, σιγά τ'αυγά, σιγά τον πολυέλαιο, σπουδαία τα λάχανα, αυτό χρειάζεται, άντε ρε κακομοίρη, σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα, Αυτό λέει πολλά., κάνε κάτι, ένα και το αυτό, έκτρωμα, τέρας, όλο το πακέτο, θαύμα, όνειρο, το πώς το λένε, κάτι άλλο, το σωστό, το μόνο που μπορείς να κάνεις, εντυπωσιακό, αξιοθαύμαστο, κάτι άλλο, κάτι ακόμα, πολύ νωρίς, για παιδιά, παιδικός, κάτι τέτοιο, τρομερό περιστατικό, ασχημόπραγμα, οτιδήποτε άλλο, τα πάντα, αστείο, καλό πράγμα, γκρίζα ζώνη, λίγο κάτω από, λίγο λιγότερο από, κάτι, οτιδήποτε, ό,τι, κάτι, οτιδήποτε, πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα, έχω πολλά να πω για κτ, συμφωνώ με όλα, κάνω το σωστό, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, οτιδήποτε εκτός, Μπράβο, τι καλά, υπόλειμμα, παρελθόν, πολύ σημαντικός, όλα αυτά, ότι μπορείς να κάνεις, πρώτο πράγμα, πανεύκολος, για μικρά παιδιά, περίεργο πράγμα, φοβερός, φανταστικός, ασήμαντος, οτιδήποτε, αφηγούμαι χωρίς ειρμό, παραπλανημένος, αυτό που δε μου αρέσει, το κάτι άλλο, μπελάς, μεμονωμένος, χειρότερα, κάτι παρόμοιο, μέχρι, κάτι, συνάρτηση, ο,τιδήποτε, είμαι κλαψιάρης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης coisa

πράγμα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Não tenho certeza do que seja esta coisa.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό το πράμα.

πράγμα

substantivo feminino (informação)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Diga-me uma coisa: Você me ama?
Πες μου ένα πράμα: με αγαπάς;

κάτι

substantivo feminino (algo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ele disse que ia pegar uma coisa no quarto.
Είπε ότι θα πήγαινε να φέρει κάτι από το δωμάτιό του.

τίποτα

substantivo feminino (ato)

Ele nunca fez coisa alguma para me ajudar.
Δεν έκανε ποτέ τίποτα για να με βοηθήσει.

πλάσμα

substantivo feminino (criatura)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele teve um pesadelo sobre uma coisa do espaço.
Είχε έναν εφιάλτη για ένα πλάσμα από το διάστημα.

αριστούργημα

substantivo feminino (trabalho)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαραφέτι

(objeto sem nome) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαραφέτι

(informal: dispositivo sem nome)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μαραφέτι

substantivo feminino (καθομ: συσκευή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτό το πράμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não gosto desta coisa de usar uniforme!
Δεν μου αρέσει αυτό το πράμα που λέγεται στολή.

δουλειά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tenho dez tarefas que preciso terminar hoje.
Έχω δέκα δουλειές που πρέπει να τελειώσω σήμερα.

μαραφέτι

(informal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Bom trabalho você ter trazido o guarda-chuva.
Καλά έκανες που έφερες την ομπρέλα σου.

μαντζαφλάρι, μαραφέτι

(BR, informal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μου φέρνεις σε παρακαλώ από το ντουλάπι εκείνο το μαραφέτι (or: μαντζαφλάρι) που ανοίγουμε το κρασί;

μπαρούφα

(BRA, gíria, coisas)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Billy fica falando sobre seu importante novo emprego, mas eu acho que é tudo bobagem.

κρίμα

(coisa infeliz)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Άκουσα ότι ο Τζιμ απολύθηκε από τη δουλειά του, κρίμα!

σταλιά, σταλίτσα

(απειροελάχιστη ποσότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο

(algo errado ou inesperado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οτιδήποτε

(κάτι)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Tudo pode acontecer.
Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί.

που μπορεί να εκφραστεί με συνοχή

(pessoa: sensata)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Após o derrame, Jim não ficou coerente por algumas semanas.

κοινοτοπία

(monotonia) (μονοτονία, επαναληπτικότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάτι, οτιδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Você tem algo a declarar?
Έχεις να δηλώσεις κάτι (or: οτιδήποτε);

δεν κάνει καμία διαφορά

(não há diferença)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περισσότερο από οτιδήποτε άλλο

expressão

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτό

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Então você está grávida. Eu pensei o mesmo.
Είσαι έγκυος λοιπόν. Αυτό το φαντάστηκα.

το ένα φέρνει το άλλο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

και όλα τα σχετικά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σιγά τ'αυγά, σιγά τον πολυέλαιο, σπουδαία τα λάχανα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Então, ele ganhou o jogo trapaceando. Grande coisa!
Δηλαδή κέρδισε το παιχνίδι κλέβοντας. Σιγά το πράγμα!

αυτό χρειάζεται

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tome uma aspirina - é a coisa certa para dor de cabeça.
Πάρε μια ασπιρίνη - αυτό χρειάζεται για τον πονοκέφαλο.

άντε ρε κακομοίρη

(expressando desprezo)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quando eu disse a eles que estava traduzindo a bíblia para o Vulcano eles retrucaram "Vá fazer alguma coisa útil!".

σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα

expressão (informal, ofensivo) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Αυτό λέει πολλά.

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνε κάτι

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ένα και το αυτό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έκτρωμα, τέρας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O bloco de escritórios tem sido considerado uma monstruosidade desde o início.

όλο το πακέτο

(figurado) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θαύμα, όνειρο

substantivo feminino (gíria) (μτφ: για όλα τα γένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το πώς το λένε

substantivo feminino (informal) (καθομ: άγνωστο πράγμα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάτι άλλο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sam queria camarões no jantar mas tivemos que nos contentar com outra coisa.
Ο Σαμ ήθελε γαρίδες για βραδινό, αλλά έπρεπε να συμβιβαστεί με κάτι άλλο.

το σωστό

το μόνο που μπορείς να κάνεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντυπωσιακό, αξιοθαύμαστο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάτι άλλο, κάτι ακόμα

(algo mais)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ένα άλλο πράγμα που με εκνευρίζει είναι ότι καπνίζει την στο τραπέζι.

πολύ νωρίς

(logo de manhã)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για παιδιά, παιδικός

(informal - algo para crianças) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάτι τέτοιο

(alguém não lembrado precisamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρομερό περιστατικό

(algo chocante, infortúnio, desastre, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ασχημόπραγμα

(ofensivo ou que causa repulsa) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οτιδήποτε άλλο

expressão

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você precisa que eu pegue mais alguma coisa nas lojas?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Θέλεις να πάρω οτιδήποτε άλλο από τα μαγαζιά;

τα πάντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nós precisamos fazer toda e qualquer coisa para parar o aquecimento global.

αστείο

(algo divertido)

Κάτι αστείο μου συνέβη καθώς ερχόμουν εδώ απόψε.

καλό πράγμα

expressão

γκρίζα ζώνη

(μεταφορικά)

A história britânica do século XVIII é uma área cinzenta para mim.

λίγο κάτω από, λίγο λιγότερο από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάτι

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Estamos procurando algo (or: alguma coisa) para comer.
Ψάχνουμε να βρούμε κάτι να φάμε.

οτιδήποτε, ό,τι

locução pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Podemos fazer qualquer coisa que você queira.
Μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε (or: ό,τι) θέλεις.

κάτι, οτιδήποτε

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα

locução verbal (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Είναι τόσο αφελής, που πιστεύει το οτιδήποτε!

έχω πολλά να πω για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como mãe que trabalha, ela tem muito a dizer sobre creches e horas extras não programadas e não remuneradas.

συμφωνώ με όλα

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω το σωστό

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν είναι αργά να αρχίσεις να κάνεις το σωστό.

παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος

(não mudar)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

περισσότερο από οτιδήποτε άλλο

expressão

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οτιδήποτε εκτός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Μπράβο, τι καλά

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Coisa boa você ter lembrado do guarda-chuva!
Ευτυχώς, θυμήθηκες την ομπρέλα σου!

υπόλειμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παρελθόν

(informal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολύ σημαντικός

Passar no teste de trânsito foi uma coisa importante para Jodie.
Το να περάσει την εξέταση για το δίπλωμα οδήγησης ήταν πολύ σημαντικό για την Τζόντι.

όλα αυτά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ότι μπορείς να κάνεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώτο πράγμα

(passo inicial) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πανεύκολος, για μικρά παιδιά

(informal - algo muito fácil) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περίεργο πράγμα

(algo curioso ou incomum)

φοβερός, φανταστικός

substantivo feminino (ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασήμαντος

expressão verbal (algo/alguém de pouco valor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οτιδήποτε

locução pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Posso fazer qualquer coisa para provar meu amor por você.
Θα κάνω τα πάντα για να σου αποδείξω την αγάπη μου για σένα.

αφηγούμαι χωρίς ειρμό

expressão verbal (falta de coerência narrativa) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραπλανημένος

locução adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αυτό που δε μου αρέσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A única coisa de que eu não gosto na casa é a falta de espaço para guardar coisas na cozinha.
Το μόνο αρνητικό σε αυτό το σπίτι είναι η έλλειψη αποθηκευτικών χώρων στην κουζίνα.

το κάτι άλλο

expressão (coloquial, figurado) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O carro novo dele é outra coisa! - é incrível! Uau! - essa pintura é realmente outra coisa!
Το καινούριο του αυτοκίνητο είναι το κάτι άλλο! Είναι φοβερό! Ουάου! Αυτός ο πίνακας είναι πράγματι άλλο πράγμα!

μπελάς

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Aquele cara sempre traz problemas, ele é coisa ruim. Não namore com ela, já se casou e se divorciou 5 vezes! Ela é coisa ruim.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτός ο τύπος πάντα φέρνει προβλήματα. Είναι αληθινός μπελάς. Μην βγεις μαζί της... έχει παντρευτεί και χωρίσει 5 φορές! Είναι μπελάς!

μεμονωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χειρότερα

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
As coisas estavam mal, mas ele sobrevivera a algo pior.
Τα πράγματα δεν πάνε καλά, αλλά έχουμε περάσει και χειρότερα.

κάτι παρόμοιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέχρι

expressão (ένα σημείο, πράγμα)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

κάτι

(importante) (για ολα τα γένη)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ela deve se achar alguma coisa.
Πρέπει να νομίζει ότι είναι κάποια.

συνάρτηση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ο,τιδήποτε

locução pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Você pode comer qualquer coisa da geladeira.

είμαι κλαψιάρης

expressão verbal (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coisa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του coisa

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.