Τι σημαίνει το truck στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης truck στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του truck στο Αγγλικά.
Η λέξη truck στο Αγγλικά σημαίνει φορτηγό, φορτηγάκι, αγροτικό, βαγόνι, μεταφέρω, ανταλλάσσω, φορτηγό καντίνα, φορτηγό παράδοσης, φορτηγό φορτοεκφόρτωσης, απορριματοφόρο, πυροσβεστικό όχημα, πυροσβεστικό όχημα, περονοφόρος ανυψωτής, περονοφόρο όχημα, φορτηγό αυτοκίνητο, απορριμματοφόρο, δίτροχο καροτσάκι, δεν θέλω να έχω να κάνω με κπ/κτ, δεν θέλω παρτίδες με κπ/κτ, παγωτατζίδικο, ανυψωτικό όχημα, ημιφορτηγό, βυτιοφόρο, γερανός, φορτηγάκι, σκουπιδιάρικο, οδηγός φορτηγού οδηγός νταλίκας, φορτηγατζής, νταλικιέρης, στάση για φορτηγά, ρυμούλκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης truck
φορτηγόnoun (mainly US (heavy vehicle: lorry) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The truck was carrying goods from the factory to the store. Το φορτηγό μετέφερε αγαθά από το εργοστάσιο στο κατάστημα. |
φορτηγάκιnoun (mainly US (vehicle: van) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The grocer drove his truck to market. Ο μανάβης πήγε με το φορτηγάκι του στην αγορά. |
αγροτικόnoun (pickup truck: small open-backed vehicle) (καθομιλουμένη, μτφ) Bob loaded the boxes onto the back of his truck. |
βαγόνιnoun (part of train) (για τραίνο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεταφέρωtransitive verb (move by lorry) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The company trucked the goods to their destination. |
ανταλλάσσωtransitive verb (archaic (exchange, barter [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φορτηγό καντίναnoun (lorry carrying meals) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φορτηγό παράδοσηςnoun (lorry: delivers goods) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The shipment of books arrived on a delivery truck this afternoon. |
φορτηγό φορτοεκφόρτωσηςnoun (type of truck) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
απορριματοφόροnoun (UK, informal (refuse collection vehicle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πυροσβεστικό όχημαnoun (fire fighting vehicle) Most fire trucks are painted red. |
πυροσβεστικό όχημαnoun (firefighters' vehicle) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) A red firetruck went speeding down the street with the siren on. |
περονοφόρος ανυψωτήςnoun (truck for lifting) We need a forklift to get this crate down. |
περονοφόρο όχημαnoun (vehicle for lifting heavy loads) You need a forklift truck to move the pallets around. |
φορτηγό αυτοκίνητοnoun (cargo lorry, carrier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απορριμματοφόροnoun (refuse collection vehicle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) They put their trash out by the street so that the garbage truck can take it to the landfill. |
δίτροχο καροτσάκιnoun (2-wheeled trolley) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sally used a hand truck to move the heavy boxes. |
δεν θέλω να έχω να κάνω με κπ/κτ, δεν θέλω παρτίδες με κπ/κτverbal expression (want nothing to do with) That man is bad news and I'll have no truck with him! |
παγωτατζίδικοnoun (vehicle: ice cream) (όχημα, όχι κατάστημα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I think I can hear the ice-cream van coming! |
ανυψωτικό όχημα(for moving loads) |
ημιφορτηγόnoun (small open-back truck) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My new pickup truck is painted bright yellow. |
βυτιοφόροnoun (lorry that transports liquids, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γερανόςnoun (lorry: pulls vehicles) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) When her car broke down she had to call a tow truck to take it to a repair shop. |
φορτηγάκιnoun (child's plaything: miniature vehicle) (παιδικό παιχνίδι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκουπιδιάρικοnoun (refuse collection vehicle) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οδηγός φορτηγού οδηγός νταλίκας, φορτηγατζής, νταλικιέρηςnoun (US ([sb] employed to drive a lorry) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) My uncle worked as a truck driver transporting goods all over North America. |
στάση για φορτηγάnoun (US (rest stop for truck drivers) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Bill was tired and hungry, so he pulled over at a truck stop for a rest and something to eat. |
ρυμούλκα(trailer drawn by truck) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του truck στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του truck
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.